Οντόν επρωτοχτίστηκε το πρώτο μοναστήρι τ’ αγί - Ωργιού, επέψανε έναν καΐκι από ’ναν άλλον τόπο να φέρει πελέκια. Όλος ο κόσμος απού ’χενε πελέκια επήγαινε και τα ’διδε για να μπούνε στην εκκλησιά. Είχε και μια χήρα έναν πελέκι και πήρε να το πάη να το βάλη στο καΐκι και τούτως το καΐκι ήτονε γεμισμένο και ξεκινημένο να πηαίνη. Η χήρα να δη πως εμίσεψε το καΐκι και δεν επήρε το πελέκι τζης επόμεινε ψημένη. Ο πόθος τσης ήτονε τοσοσά μεγάλος, απού τον είδε ο θεός και για να την ευχαριστήση ήκαμε το θαύμα ντου. Μιαν κοπανιά θωρούνε το πελέκι κι εξεκίνησε και πέφτει στη θάλασσα κι εκλούθανε του καϊκιού ξοπίσω κι επήγε κι αυτό εκειά που ξεφορτώσανε και τ’ άλλα. (Πελέκια = Πέτρες πελεκημένες που τις βάζουν κατώφλια, ανώφλια ή παραστάτες της πόρτας, των παραθύρων, κτλ
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών