Τον καιρό που εβάλανε αρχή να χτίσουν την εκκλησία (την Αγιά) είπεν ο νοικουκιούρις να φύη ένας να πάη 'ς τη Κωμιακή να φέρη δυό φορτώματα κρασί να πίνουν οι εργάτες που εργάζουνταινε. Αφού ξεκίνησαν κ' επήε μισή ώραδρόμο του 'ρθενε νύστα και έπεσε να κοιμηθή. Βλέπει 'ς τον ύπνο του να γυρίσγ πίσω και να πάη 'ς το τάδε μέρος (τον πύργο) να σκάψουνε δυό μέτρα να βρούνε ένα πιθάρι γεμάτο κρασί να πίνουνε μέχρι να τελειώση η εκκλησία. Πράγματι αρχίσανε ανασκαφή και βρίσκουν τον πίθο. Το κρασί είχενε περίπου από τρία δάχτυλα τσίπα απάνω και το βαρέσανε με σίδερο κ' ήσπασενε η τσίπη. Εκούουντανε η μυρωδιά ντου μακρυά. Εν τέλει μέχρι που τελείωσε το έργο εβάσταξε. Και σήμερις όσοι έχουνε ακούσει την ιστορία και πάνε 'ς τη χάρι της μπαίνουν και τόνε βλέπουνε. Νερό δεν είχε δίπλα 'ς την εκκλησία. Και άξαφνα παρουσιάζεται ένε νερό περίπου από δυό ποτίσματα κ' έτσι η χάρι τση Παναγίας αφού είδενε τη πίστι και την λατρεία έπεψε τα ελέη και νερλο και θησαυρό μεγάλο εκεί 'ς τη περιφέρεια. (Ζούνε οικογένειες εκεί πέρα πλούσιες)
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών