“Όπως όλα τα χωριά της Κύπρου έχουν να μας παρουσιάσουν θρύλους και παραδόσεις έτσι και το χωριό μου από τας πολλάς που έχει είναι μια την οποίαν θα σας αναφέρω πιο κάτω με θρησκευτικό θέμα κυρίως. Το χωριό μου στα πολύ παλιά χρόνια δεν βρισκόταν στη σημερινή του θέσι, αλλά λίγο μακρυά, κοντά στο ξωκλήσι της Παναγίας της Καρδακιότισσας. Πάνω από τα σημερινά σπίτια υψώνεται γιγαντιαία μια κορυφή “η μούττη της Καντύλας”. Κάποτε ενώ κάποιος γέροντας βγήκε αργά την νύκτα έξω απ' το σπίτι του κατά την διάρκειαν του πρώτου δεκαπενθημέρου του Αυγούστου, πήρε τ' αμάτι του κάποιου φώς ανάμεσα σε μια σκιμάδα της μούττης. Αυτό το πρόσεξε δυό – τρείς φορές και το ανάφερε έπειτα στους άλλος χωριανούς. Τότε ο Οικονόμος της εκκλησίας μαζί και όλο το χωριό πήγαν την άλλη μέρα στο βουνό αλλά τίποτα δεν έβλεπαν παρά μια σχιμάδα μαυρισμένη και πάνω από αυτή ένα θάμνο (τριμυθιά) και πάνω σ' αυτή μια χνουδωτή κουφή (φίδι). Λέγεται οτι το φώς το μετέφερε η χνουδωτή κουφή, πρώτη φορά τέτοιου είδους. Όδο όμωε κι αν έσκαψαν τίποτα δεν βρήκαν. Άκουσαν όμως αυτό και οι γύρο άνθρωποι και δυο κακοί άνθρωποι απεφάσισαν να κλέψουν την εικόνα, η οποία ήτο ίσως κρυμμένη εκεί. Αλλ' όμως παρουσιάστηκε ένα θέαμα ξαφιαστικό. Όταν οι δύο άνθρωποι έφθασαν εκεί ένα χρυσόμαλλο δέρας εμφανίστηκε και άρχισε να τους τρέχη ξοπίσω και ο ένας έπεσε λιπόθυμος κάτω από μιαν βελανιδιάν και απέθανε, ενώ ο άλλος έτρεχε πιο γρήγορα, αλλά στο τέλος απέθανε από τον φόβον του στην τοποθεσία “κατζέλλιν”, όχι πολύ μακρυά από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου εκεί όπου είναι σήμερον κτισμένον το σπίτι μας. Από τότε η καντύλα αυτή άναβε κάθε δεκαπέντε Αυγούστου. Δεν πέρασαν και πολλά χρόνια που έπαψε πια να ανάβη η καντύλα αυτή. Κατά το έτος 1938 ενώ το χωριό ήτο “...” κατα την διάρκειαν της νυκτός οι Άγγλοι έπρώσεξαν το φώς αυτό, το οποίον μετά από τόσα χρόνια πιά άναβε, αυτοί νομιζομένοι οτι κάτι κρύβεται εκεί, άρχισαν τας έρευνας αλλά δεν βρήκαν τίποτα. Και από τότε δεν άναψε πια. Και από την καντύλα, η οποία κρύβεται εκεί πήρε και η μούττη τ' ονομά της “μούττη της Καντύλας”.

“Όπως όλα τα χωριά της Κύπρου έχουν να μας παρουσιάσουν θρύλους και παραδόσεις έτσι και το χωριό μου από τας πολλάς που έχει είναι μια την οποίαν θα σας αναφέρω πιο κάτω με θρησκευτικό θέμα κυρίως. Το χωριό μου στα πολύ παλιά χρόνια δεν βρισκόταν στη σημερινή του θέσι, αλλά λίγο μακρυά, κοντά στο ξωκλήσι της Παναγίας της Καρδακιότισσας. Πάνω από τα σημερινά σπίτια υψώνεται γιγαντιαία μια κορυφή “η μούττη της Καντύλας”. Κάποτε ενώ κάποιος γέροντας βγήκε αργά την νύκτα έξω απ' το σπίτι του κατά την διάρκειαν του πρώτου δεκαπενθημέρου του Αυγούστου, πήρε τ' αμάτι του κάποιου φώς ανάμεσα σε μια σκιμάδα της μούττης. Αυτό το πρόσεξε δυό – τρείς φορές και το ανάφερε έπειτα στους άλλος χωριανούς. Τότε ο Οικονόμος της εκκλησίας μαζί και όλο το χωριό πήγαν την άλλη μέρα στο βουνό αλλά τίποτα δεν έβλεπαν παρά μια σχιμάδα μαυρισμένη και πάνω από αυτή ένα θάμνο (τριμυθιά) και πάνω σ' αυτή μια χνουδωτή κουφή (φίδι). Λέγεται οτι το φώς το μετέφερε η χνουδωτή κουφή, πρώτη φορά τέτοιου είδους. Όδο όμωε κι αν έσκαψαν τίποτα δεν βρήκαν. Άκουσαν όμως αυτό και οι γύρο άνθρωποι και δυο κακοί άνθρωποι απεφάσισαν να κλέψουν την εικόνα, η οποία ήτο ίσως κρυμμένη εκεί. Αλλ' όμως παρουσιάστηκε ένα θέαμα ξαφιαστικό. Όταν οι δύο άνθρωποι έφθασαν εκεί ένα χρυσόμαλλο δέρας εμφανίστηκε και άρχισε να τους τρέχη ξοπίσω και ο ένας έπεσε λιπόθυμος κάτω από μιαν βελανιδιάν και απέθανε, ενώ ο άλλος έτρεχε πιο γρήγορα, αλλά στο τέλος απέθανε από τον φόβον του στην τοποθεσία “κατζέλλιν”, όχι πολύ μακρυά από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου εκεί όπου είναι σήμερον κτισμένον το σπίτι μας. Από τότε η καντύλα αυτή άναβε κάθε δεκαπέντε Αυγούστου. Δεν πέρασαν και πολλά χρόνια που έπαψε πια να ανάβη η καντύλα αυτή. Κατά το έτος 1938 ενώ το χωριό ήτο “...” κατα την διάρκειαν της νυκτός οι Άγγλοι έπρώσεξαν το φώς αυτό, το οποίον μετά από τόσα χρόνια πιά άναβε, αυτοί νομιζομένοι οτι κάτι κρύβεται εκεί, άρχισαν τας έρευνας αλλά δεν βρήκαν τίποτα. Και από τότε δεν άναψε πια. Και από την καντύλα, η οποία κρύβεται εκεί πήρε και η μούττη τ' ονομά της “μούττη της Καντύλας”.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



“Όπως όλα τα χωριά της Κύπρου έχουν να μας παρουσιάσουν θρύλους και παραδόσεις έτσι και το χωριό μου από τας πολλάς που έχει είναι μια την οποίαν θα σας αναφέρω πιο κάτω με θρησκευτικό θέμα κυρίως. Το χωριό μου στα πολύ παλιά χρόνια δεν βρισκόταν στη σημερινή του θέσι, αλλά λίγο μακρυά, κοντά στο ξωκλήσι της Παναγίας της Καρδακιότισσας. Πάνω από τα σημερινά σπίτια υψώνεται γιγαντιαία μια κορυφή “η μούττη της Καντύλας”. Κάποτε ενώ κάποιος γέροντας βγήκε αργά την νύκτα έξω απ' το σπίτι του κατά την διάρκειαν του πρώτου δεκαπενθημέρου του Αυγούστου, πήρε τ' αμάτι του κάποιου φώς ανάμεσα σε μια σκιμάδα της μούττης. Αυτό το πρόσεξε δυό – τρείς φορές και το ανάφερε έπειτα στους άλλος χωριανούς. Τότε ο Οικονόμος της εκκλησίας μαζί και όλο το χωριό πήγαν την άλλη μέρα στο βουνό αλλά τίποτα δεν έβλεπαν παρά μια σχιμάδα μαυρισμένη και πάνω από αυτή ένα θάμνο (τριμυθιά) και πάνω σ' αυτή μια χνουδωτή κουφή (φίδι). Λέγεται οτι το φώς το μετέφερε η χνουδωτή κουφή, πρώτη φορά τέτοιου είδους. Όδο όμωε κι αν έσκαψαν τίποτα δεν βρήκαν. Άκουσαν όμως αυτό και οι γύρο άνθρωποι και δυο κακοί άνθρωποι απεφάσισαν να κλέψουν την εικόνα, η οποία ήτο ίσως κρυμμένη εκεί. Αλλ' όμως παρουσιάστηκε ένα θέαμα ξαφιαστικό. Όταν οι δύο άνθρωποι έφθασαν εκεί ένα χρυσόμαλλο δέρας εμφανίστηκε και άρχισε να τους τρέχη ξοπίσω και ο ένας έπεσε λιπόθυμος κάτω από μιαν βελανιδιάν και απέθανε, ενώ ο άλλος έτρεχε πιο γρήγορα, αλλά στο τέλος απέθανε από τον φόβον του στην τοποθεσία “κατζέλλιν”, όχι πολύ μακρυά από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου εκεί όπου είναι σήμερον κτισμένον το σπίτι μας. Από τότε η καντύλα αυτή άναβε κάθε δεκαπέντε Αυγούστου. Δεν πέρασαν και πολλά χρόνια που έπαψε πια να ανάβη η καντύλα αυτή. Κατά το έτος 1938 ενώ το χωριό ήτο “...” κατα την διάρκειαν της νυκτός οι Άγγλοι έπρώσεξαν το φώς αυτό, το οποίον μετά από τόσα χρόνια πιά άναβε, αυτοί νομιζομένοι οτι κάτι κρύβεται εκεί, άρχισαν τας έρευνας αλλά δεν βρήκαν τίποτα. Και από τότε δεν άναψε πια. Και από την καντύλα, η οποία κρύβεται εκεί πήρε και η μούττη τ' ονομά της “μούττη της Καντύλας”.

Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ.
Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ. (EL)

Παραδόσεις

Κύπρος, Πιτσιλιά, Άλωνα


1961




Λ. Α. αρ. 2432, σελ. 43 – 44, Συλλογή μαθητών, Κων/νος Ιωαννίδης, (Άλωνα Πιτσιλιάς) Κύπρος, 1961

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.