Ήτανε ένα χωριό, τα Χύδηρα. Βγαίνανε συχνά ληστές και κουρσεύανε. Γι αυτό έφυγαν κια πήγαν αλλού τους ωδήγεψε η Παναγία. Είχανε μιαν εκκλησία το κόνισμα της Παναγίας έφυγε και πήγε και κάθισε στο σημερινό χωριό, Λάψαρνα. Κάθ'σε σ' ένα ρομάν' κι του βράδ' άναβε 'κει ένα φώς. Οι χωριανοί που ζητούσαν το κόνισμα, είδαν το φώς και πήγαν κοντά. Βρήκαν το κόμισμα τ'ς και το πήραν, μα πάλι τους έφυγε. Αυτό γίν'κε τρείς φορές. Αναγκάσκαν λοιπόν να κτίσουν εκεί τ'ν ακκλησία τους και το χωριό. Έχει εκεί και άγιασμα, νερό μέσ' στο ρομάνι, άφθονο κρύο, αλαφρύ, που το λέν “πομύρισμα”.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών