Ήτονε μια φορά μια μάνα χήρα από τα Πιτσίδια κι είχενε δυο γυιούς, δυο παιδιά, δώδεκα και οχτώ χρονώ. Μιαν ημέρα η μάνα ντους εζύμωνε και λέει των παιδιώ τζης: «Αμέτε, παιδιά μου, να μου φέρετε δυο αγκαλιές ξύλα να ψήσω τα ψωμιά. Εδά, μάνα μου, ζύμωσε του λόγου σου κι εδά δα πάμε». Ζυμώνει η γυναίκα τα ψωμιά, βάνει τα στσι σανίδες και λέει τους: «Παιδιά μου, τα ψωμιά δα ξαφρίσουνε και δα τα χάσωμε μόνο πηγαίνετε να φέρετε ξύλα. Έχει ώρα, μάνα μου, κάνε τη δουλειά». Σαν ενεβήκανε τα ψωμιά πιάνει ο μεγάλος γυιός τσης πάει και παρασύρνει το φούρνο και τόνε σταυρώνει κι απόϊ παίρνει τα ψωμιά και τα φουρνίζει. Η μάνα ντου ελεμεντάρουντονέ. «Άχι, παιδιά μου, κι εχάσαμε τα ψωμιά». «Σώπα, μάνα, και δεν τα χάσαμε». Σε κάμποσην ώρα ήκουσε μυρωδιά απού μύριζεν όλος ο κόσμος. Πάει κι ανοίγει το φούρνο κι ήσανε τα ψωμιά ροδογενομένα. Η μάνα ντους να τα δει τώσε λέει: «Εσείς, παιδιά μου, δεν είστε για μένα είστε για την Παναγία. Βγάνει και δίδει στον καθαένα ένα ψωμί. Αυτοί δεν το δεχτήκανε, μόνο εκόψανε ένα ψωμί κι επήρε καθαείς τους το μισό κι εφύγανε κι επήγανε στον άγιο Αντώνιο κι εσκητεύγανε κι εγενήκανε σαν άγριοι. Μια φορά τσ’ είδανε Καπετανιανοί κι πήγανε κι ελέγανε «άγριοι εφανήκανε στον τάδε τόπο, άγριοι εφανήκανε στον τάδε τόπο». Μια γυναίκα ήτονε αποφασιστική και σηκώνεται και πάει. - Ήτονε δα και θεού φώτιση - Φτάνει στο σπήλιο και παρουσιάζεται ο Παρθένιος και του λέει: «Ευλόγησον, πάτερ» Σταυρώνει τη ο Παρθένιος και τση λέει: «Ευλογημένη να είσαι». Επήγε αυτή τότεσά και τως ήκαμε ρούχα και τσ’ ήντυσε κι εκατεβήκανε κι εκάτσανε στην Παναγία στον Κουδουμά. (Κουδουμαϊτες = γιατί κάθονταν στο μοναστήρι της Κουδουμά, κοινόβιο μοναστήρι στο Ν. Ηράκλειο προς το Λιβυκό Πέλαγος, ελεμεντάρουντονέ = μεμψιμοιρούσε, Καπετανιανοί = Καπετανιανά, χωριό κοντά στον Κουδουμά.

Ήτονε μια φορά μια μάνα χήρα από τα Πιτσίδια κι είχενε δυο γυιούς, δυο παιδιά, δώδεκα και οχτώ χρονώ. Μιαν ημέρα η μάνα ντους εζύμωνε και λέει των παιδιώ τζης: «Αμέτε, παιδιά μου, να μου φέρετε δυο αγκαλιές ξύλα να ψήσω τα ψωμιά. Εδά, μάνα μου, ζύμωσε του λόγου σου κι εδά δα πάμε». Ζυμώνει η γυναίκα τα ψωμιά, βάνει τα στσι σανίδες και λέει τους: «Παιδιά μου, τα ψωμιά δα ξαφρίσουνε και δα τα χάσωμε μόνο πηγαίνετε να φέρετε ξύλα. Έχει ώρα, μάνα μου, κάνε τη δουλειά». Σαν ενεβήκανε τα ψωμιά πιάνει ο μεγάλος γυιός τσης πάει και παρασύρνει το φούρνο και τόνε σταυρώνει κι απόϊ παίρνει τα ψωμιά και τα φουρνίζει. Η μάνα ντου ελεμεντάρουντονέ. «Άχι, παιδιά μου, κι εχάσαμε τα ψωμιά». «Σώπα, μάνα, και δεν τα χάσαμε». Σε κάμποσην ώρα ήκουσε μυρωδιά απού μύριζεν όλος ο κόσμος. Πάει κι ανοίγει το φούρνο κι ήσανε τα ψωμιά ροδογενομένα. Η μάνα ντους να τα δει τώσε λέει: «Εσείς, παιδιά μου, δεν είστε για μένα είστε για την Παναγία. Βγάνει και δίδει στον καθαένα ένα ψωμί. Αυτοί δεν το δεχτήκανε, μόνο εκόψανε ένα ψωμί κι επήρε καθαείς τους το μισό κι εφύγανε κι επήγανε στον άγιο Αντώνιο κι εσκητεύγανε κι εγενήκανε σαν άγριοι. Μια φορά τσ’ είδανε Καπετανιανοί κι πήγανε κι ελέγανε «άγριοι εφανήκανε στον τάδε τόπο, άγριοι εφανήκανε στον τάδε τόπο». Μια γυναίκα ήτονε αποφασιστική και σηκώνεται και πάει. - Ήτονε δα και θεού φώτιση - Φτάνει στο σπήλιο και παρουσιάζεται ο Παρθένιος και του λέει: «Ευλόγησον, πάτερ» Σταυρώνει τη ο Παρθένιος και τση λέει: «Ευλογημένη να είσαι». Επήγε αυτή τότεσά και τως ήκαμε ρούχα και τσ’ ήντυσε κι εκατεβήκανε κι εκάτσανε στην Παναγία στον Κουδουμά. (Κουδουμαϊτες = γιατί κάθονταν στο μοναστήρι της Κουδουμά, κοινόβιο μοναστήρι στο Ν. Ηράκλειο προς το Λιβυκό Πέλαγος, ελεμεντάρουντονέ = μεμψιμοιρούσε, Καπετανιανοί = Καπετανιανά, χωριό κοντά στον Κουδουμά.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Ήτονε μια φορά μια μάνα χήρα από τα Πιτσίδια κι είχενε δυο γυιούς, δυο παιδιά, δώδεκα και οχτώ χρονώ. Μιαν ημέρα η μάνα ντους εζύμωνε και λέει των παιδιώ τζης: «Αμέτε, παιδιά μου, να μου φέρετε δυο αγκαλιές ξύλα να ψήσω τα ψωμιά. Εδά, μάνα μου, ζύμωσε του λόγου σου κι εδά δα πάμε». Ζυμώνει η γυναίκα τα ψωμιά, βάνει τα στσι σανίδες και λέει τους: «Παιδιά μου, τα ψωμιά δα ξαφρίσουνε και δα τα χάσωμε μόνο πηγαίνετε να φέρετε ξύλα. Έχει ώρα, μάνα μου, κάνε τη δουλειά». Σαν ενεβήκανε τα ψωμιά πιάνει ο μεγάλος γυιός τσης πάει και παρασύρνει το φούρνο και τόνε σταυρώνει κι απόϊ παίρνει τα ψωμιά και τα φουρνίζει. Η μάνα ντου ελεμεντάρουντονέ. «Άχι, παιδιά μου, κι εχάσαμε τα ψωμιά». «Σώπα, μάνα, και δεν τα χάσαμε». Σε κάμποσην ώρα ήκουσε μυρωδιά απού μύριζεν όλος ο κόσμος. Πάει κι ανοίγει το φούρνο κι ήσανε τα ψωμιά ροδογενομένα. Η μάνα ντους να τα δει τώσε λέει: «Εσείς, παιδιά μου, δεν είστε για μένα είστε για την Παναγία. Βγάνει και δίδει στον καθαένα ένα ψωμί. Αυτοί δεν το δεχτήκανε, μόνο εκόψανε ένα ψωμί κι επήρε καθαείς τους το μισό κι εφύγανε κι επήγανε στον άγιο Αντώνιο κι εσκητεύγανε κι εγενήκανε σαν άγριοι. Μια φορά τσ’ είδανε Καπετανιανοί κι πήγανε κι ελέγανε «άγριοι εφανήκανε στον τάδε τόπο, άγριοι εφανήκανε στον τάδε τόπο». Μια γυναίκα ήτονε αποφασιστική και σηκώνεται και πάει. - Ήτονε δα και θεού φώτιση - Φτάνει στο σπήλιο και παρουσιάζεται ο Παρθένιος και του λέει: «Ευλόγησον, πάτερ» Σταυρώνει τη ο Παρθένιος και τση λέει: «Ευλογημένη να είσαι». Επήγε αυτή τότεσά και τως ήκαμε ρούχα και τσ’ ήντυσε κι εκατεβήκανε κι εκάτσανε στην Παναγία στον Κουδουμά. (Κουδουμαϊτες = γιατί κάθονταν στο μοναστήρι της Κουδουμά, κοινόβιο μοναστήρι στο Ν. Ηράκλειο προς το Λιβυκό Πέλαγος, ελεμεντάρουντονέ = μεμψιμοιρούσε, Καπετανιανοί = Καπετανιανά, χωριό κοντά στον Κουδουμά.

Μέγας, Γ. Α.
Μέγας, Γ. Α. (EL)

Παραδόσεις

Λήμνος, Φυσίνη


1938




Αρ. 1161 Α, σελ. 119, Μ. Λιουδάκη, Μονοφάτσιον, Άγιος Θωμάς, Χάρακας κτλ., 1938

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.