Ο Φέγγον και ο Ήλον αδέλφεα έτανε. Ο φέγγον έκουεν Κωνσταντή και ο Ήλον Ανατολή. Τενπίχ ε(γ)έντανε ο ένας ο(ε)λήμερα κι ο άλλος ο(ε)λυχτα να πάνε σο παρπάτεμαν. Ο Φέγγον είπεν τον Ήλον “εγώ ολύχτα κι πάγου εσύ δέβα”. Ο Ήλον πά(λ) είπεν “εσύ ά(γ)ακρος είσαι εσύ δεβά”. Γιοκ (είπε ο Φέγγον) εσύ ολημέρα μη πάς ματιάζνε σε”. Τ' ομμάτια τουν τζουμπίζω και η ελέπνεμε “ είπεν ο Ήλον. Ατότις σ' εκείνο απάν σύ πάς ελημέρα εγώ πάγω ελογοποιέθαν, έντωκαν κ' επήραν έξεν άτο, κ' η μάννα τουν εχολεάστεν του Φέγγον εκείνεν πα(λ) κ έξεν. Αμόν το είδεν εκείνων πά(λ) κι ακούει έρπαξεν την καταμάγεαν να κοπανιζεάτον. Η καταμαγεά έρθει σον πρόσωπον ατ' ο πρόσωπος ατ' εμαύρισ(ξ)εν κι απ' ατότες κι' αν επέμιαν ταα μακρεάδας. [Φέγγον = Η Σελήνη, (γ)έντανε = διαταγή, πάνε = να εξέρχωνται, δέβα = πήγαινε, Γιοκ = όχι, πάς = πηγαίνεις, ματιάζνε = μάτιάζουν, βασκαίνουν, τζουμπίζω = τζιμπώ, πειράζω, Ατότις = τότε, απάν = δι' εκείνο, επήραν = έδειρεν ο εις τον άλλον, έξεν = αορ. Α του ακούω, εχολεάστεν = εθύμωσε, εσέπληξεν, έξεν = εκείνην την μήτερα, καταμάγεαν (η) = σάρωθρον δι ου καθαρίχουν τους φούρνους, κοπανιζεάτον = να τον δαίρη, ατότες = έκτοτε, μακρεάδας = Έμμεναν αι καηλίδες εις το πρόσωπον της Σελήνης].
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών