Ήdο μια βολά έν' αdρόγυνου κι κάdαν στη Σκαμνιούδα. Πιάσανε παγώνιες πολλές κι είπανε να κατέβνε στα Λάψαρνα στ' bόχη. Ποίκε τότες μεγάλη παγωνιά κι για τούτο κατέφ΄κανε κεί. Είχι dάμι κι αρμέγανε. Κι είχε καζάνια κι bακίρια. Ψοφήσανε τα μ'σα τ' αρνιά. Σηκωσέ το καζάνι η γ'γιά κι ήβαλε καμμιά πιμηνταριά π' απόμνανε, κι ήbε κι η γίδια ποκάτ'. Πέρασε καιρός, ήβγι πιά γήλιος και πιάσε καλωσύν'. Σήκωσε η γ'γιά το καζάνι να βγούνι τα γίδια να βοσκήσ΄νι. Το βράδυ πιάσαν να τ' αρμέξ΄νε. Παίρνουν το γάλα και το φέρνουν στη Σκαμνούδα. Περνούσαν απ' το μέρος που λέμε τώρα “της γ'γιας το πήδ'μα”. “Ήdο πλάκα κι απ' έδωνα μέχρι κεί πέρα ήdο ένα bουdλούμ' πολύ βαθύ. Πήγι να πιράσ' η γριά κι ήπεσε μέσα με τα καρδάρια μαζί. Ήdο και τα καρδάρια βαρειά, έκανε και κρύο, γι' αυτό έπεσε. Από τότες είπανε “της γ'γιάς το πήδ'μα” πειδής δε bόρεσε να το π'δηξη. [Σκαμνιούδα = βουνό στα Β. Της περιοχής, bόχη = ακρωτήρι στη θάλασσα, bουdλούμ' = Σπηλαιλωδες κενόν άνωθεν της θαλάσσης].

Ήdο μια βολά έν' αdρόγυνου κι κάdαν στη Σκαμνιούδα. Πιάσανε παγώνιες πολλές κι είπανε να κατέβνε στα Λάψαρνα στ' bόχη. Ποίκε τότες μεγάλη παγωνιά κι για τούτο κατέφ΄κανε κεί. Είχι dάμι κι αρμέγανε. Κι είχε καζάνια κι bακίρια. Ψοφήσανε τα μ'σα τ' αρνιά. Σηκωσέ το καζάνι η γ'γιά κι ήβαλε καμμιά πιμηνταριά π' απόμνανε, κι ήbε κι η γίδια ποκάτ'. Πέρασε καιρός, ήβγι πιά γήλιος και πιάσε καλωσύν'. Σήκωσε η γ'γιά το καζάνι να βγούνι τα γίδια να βοσκήσ΄νι. Το βράδυ πιάσαν να τ' αρμέξ΄νε. Παίρνουν το γάλα και το φέρνουν στη Σκαμνούδα. Περνούσαν απ' το μέρος που λέμε τώρα “της γ'γιας το πήδ'μα”. “Ήdο πλάκα κι απ' έδωνα μέχρι κεί πέρα ήdο ένα bουdλούμ' πολύ βαθύ. Πήγι να πιράσ' η γριά κι ήπεσε μέσα με τα καρδάρια μαζί. Ήdο και τα καρδάρια βαρειά, έκανε και κρύο, γι' αυτό έπεσε. Από τότες είπανε “της γ'γιάς το πήδ'μα” πειδής δε bόρεσε να το π'δηξη. [Σκαμνιούδα = βουνό στα Β. Της περιοχής, bόχη = ακρωτήρι στη θάλασσα, bουdλούμ' = Σπηλαιλωδες κενόν άνωθεν της θαλάσσης].
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Ήdο μια βολά έν' αdρόγυνου κι κάdαν στη Σκαμνιούδα. Πιάσανε παγώνιες πολλές κι είπανε να κατέβνε στα Λάψαρνα στ' bόχη. Ποίκε τότες μεγάλη παγωνιά κι για τούτο κατέφ΄κανε κεί. Είχι dάμι κι αρμέγανε. Κι είχε καζάνια κι bακίρια. Ψοφήσανε τα μ'σα τ' αρνιά. Σηκωσέ το καζάνι η γ'γιά κι ήβαλε καμμιά πιμηνταριά π' απόμνανε, κι ήbε κι η γίδια ποκάτ'. Πέρασε καιρός, ήβγι πιά γήλιος και πιάσε καλωσύν'. Σήκωσε η γ'γιά το καζάνι να βγούνι τα γίδια να βοσκήσ΄νι. Το βράδυ πιάσαν να τ' αρμέξ΄νε. Παίρνουν το γάλα και το φέρνουν στη Σκαμνούδα. Περνούσαν απ' το μέρος που λέμε τώρα “της γ'γιας το πήδ'μα”. “Ήdο πλάκα κι απ' έδωνα μέχρι κεί πέρα ήdο ένα bουdλούμ' πολύ βαθύ. Πήγι να πιράσ' η γριά κι ήπεσε μέσα με τα καρδάρια μαζί. Ήdο και τα καρδάρια βαρειά, έκανε και κρύο, γι' αυτό έπεσε. Από τότες είπανε “της γ'γιάς το πήδ'μα” πειδής δε bόρεσε να το π'δηξη. [Σκαμνιούδα = βουνό στα Β. Της περιοχής, bόχη = ακρωτήρι στη θάλασσα, bουdλούμ' = Σπηλαιλωδες κενόν άνωθεν της θαλάσσης].

Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (EL)

Παραδόσεις

Λέσβος, Τελώνια


1940




Αρ. 1446 Α, σελ. 315, Δ. Λουκάτος, Λέσβος, Τελώνια, 1940

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.