Ήdο μια βολά έν' αdρόγυνου κι κάdαν στη Σκαμνιούδα. Πιάσανε παγώνιες πολλές κι είπανε να κατέβνε στα Λάψαρνα στ' bόχη. Ποίκε τότες μεγάλη παγωνιά κι για τούτο κατέφ΄κανε κεί. Είχι dάμι κι αρμέγανε. Κι είχε καζάνια κι bακίρια. Ψοφήσανε τα μ'σα τ' αρνιά. Σηκωσέ το καζάνι η γ'γιά κι ήβαλε καμμιά πιμηνταριά π' απόμνανε, κι ήbε κι η γίδια ποκάτ'. Πέρασε καιρός, ήβγι πιά γήλιος και πιάσε καλωσύν'. Σήκωσε η γ'γιά το καζάνι να βγούνι τα γίδια να βοσκήσ΄νι. Το βράδυ πιάσαν να τ' αρμέξ΄νε. Παίρνουν το γάλα και το φέρνουν στη Σκαμνούδα. Περνούσαν απ' το μέρος που λέμε τώρα “της γ'γιας το πήδ'μα”. “Ήdο πλάκα κι απ' έδωνα μέχρι κεί πέρα ήdο ένα bουdλούμ' πολύ βαθύ. Πήγι να πιράσ' η γριά κι ήπεσε μέσα με τα καρδάρια μαζί. Ήdο και τα καρδάρια βαρειά, έκανε και κρύο, γι' αυτό έπεσε. Από τότες είπανε “της γ'γιάς το πήδ'μα” πειδής δε bόρεσε να το π'δηξη. [Σκαμνιούδα = βουνό στα Β. Της περιοχής, bόχη = ακρωτήρι στη θάλασσα, bουdλούμ' = Σπηλαιλωδες κενόν άνωθεν της θαλάσσης].
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών