Μια φορά στην Αμερική ανοίγανε λαύριο κι εχάλασε το χώμα και τσι πέτρωσεν όλους. Ήτανε μέσα στσι πετρωμένους κι ένας θεοφοβούμενους. Η γυναίκα ντου ήτονε θεοφοβούμενη κι αυτή κι άμα έμαθε πως πετρώθηκεν ο άντρας τσης του ’καμε ένα σαραντάρι για να συχωρεθή η ψυχή ντου. Κάθε πρωί πήγαινε στην εκκλησία το πρόσφορο, το κερί και το νάμα κι ελειτρούγανε ο παπάς. Μιαν ημέρα μόνο τση πάντηξεν ο εχθρός στο δρόμο μεταμορφωμένος σε άνθρωπο και τση λέει: «- Πού πας κουμπάρισσα; - Πάω το πρόσφορο να λειτρουήση ο παπάς - Και δεν κατέεις πως ο παπάς είναι αρρωστάρης;» Κάνει τη γυναίκα και γαέρνει οπίσω. Ωστόσο εξεπετρώνανε στο Λαύριο να βγάλουν τσι πετρωμένους και βρίσκουνε τον άντρα τζης ζωντανό. Ρωτούν τονε ύστερα πως έζησε και τους λέει: - «Κάθε πρωί μου φέρνανε έναν ψωμάκι, έναν κερί κι ένα μπουκαλάκι κρασί, μόνο μια μέρα δε μου το φέρανε». Κι ήτανε η μέρα που γύρισεν ο εχθρός οπίσω τη γυναίκα και δεν επήγε στην εκκλησία. [λαύριο = ορυχείο, σαραντάρι = σαράντα λειτουργιές].
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών