Για του σμπιθιρκό απού νι ΄ς του βνό κ' είνι κάτ' λιθάργια τρανά, που μνοίαζνι σαν αθρώπ', λέν οτ νιά βουλά κ' ένα κιρό ήτανι νιά γριγιά κ' είχι ένα κουρίτς κι του πάντριψι. Φούντα πήγαν οι σμπιθέρ να πάρνι τ νύφ, η νύφ τα πήρι ούλα κι δεν άφκι τίπουτα ςτουν σπίτ τς κ' έφγι του σμπιθιρκό. Σ' στράτα π' παΐνων η νύφ θμλήθκι οτ είχαν αφήσ' ν κλώσσα μι τα κλουσσόπλα κι γύρσι κιν πήρι. Η γριγιά τότνι θύμουσι κι τς καταράσκι κι τσ' είπι να κουκκαλώσνι. Κι φούντα έφτασε η νυφ' κι άφκι καταή τ' γκλώσσα κι μπήκι καββάλα, κοκκάλουσι όλου του σμπιθιρκό κι γένκι λθάρια κι χουρίζ΄(διακρίνονται) τώρα ου παπάς μι του καμπλάφ, η κλώσσα μι τα πλιά, ου γαμπρός, ή νύφ κι τα σμπιθιρκά ούλα μι τα πράματα (μετά υποζύγια).
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών