Νύμφη τις είχεν εκυράν δύστροπον και ύποπτον λίαν υποφέρουσα εκτώς δυστραπίας αυτής. Η μέραν την η νύμφη ζυμώσασα δέκα οκτώ άρτους ενέβαλεν εκ τον κλίβανον. Η ύποπτος εκυρά πληστάσασα εις ρον κλίβανον και αριθμήσασα τους άρτους ευρεναυτούς λεληθότως δέκα εννέα. Μετά την όπτησιν εξέβαλεν αυτούς η νύμφη εκ του κριβάνου, ηδέ εκυρά αριθμίσασα και πάλιν αυτούς εύρεν το πραγματικόν ποσόν των άρτων και λέγει τη νύμφη οργίλες. Οι άρτσι ήσαν δέκα εννέα διατί τώρα είναι δέκα οκτώ ; Ουχί μήτερ εξ αρχής δέκα οχτώ ήσαν. –Ουχί επιλέγει η εκυρά, δέκα εννέα ήσαν και έδωκας τον ένα εις την μητέρα σου και ήρξατο σφοδρά φυλονικία μεταξύ εκυράς και νύμφης. Αύτη δε εκτώς μεγίστης λύπης μετεμορφώθη εις πτηνόν, διαμαρτυροσμένη μέχρι σήμερον θεούς και ανθρώπους ότι τα ψωμιά ήσαν δεκοχτώ και ονομάσθη δεκωχτούρα. Έχει το μέγεθος περιστεράς και περιδέρακον μέλαν μέχρι του τραχήλου. Πλεονάζει εν Σμύρνη και Αδριανουπόλει και εκβάλλει τοταύτην φωνήν ωσάν λέγει δεκουχτού όθεν και ονομάζονται. Ελλκησεί πως των λέγουν δέντό ξεύρω αν και είναι σύνηθες πτηνόν.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών