Μια φορά ήτανε ένας ράφτις κ είχενα μια γυναίκα όμορφη και ‘νιά. Είχενα και μια μάννα διαστραμμέν’. Που την έκαιγε και την έψηνε τη ράφταινα. Είχε ζ΄μώσ’ μια μέρα δεκανιά ψωμιά η ράφταινα, και τα ‘στειλε ‘ς το φούρνο. Το βράδ’άμα ψήθκανα, πήγε να τα πάρ. Βρίσκ’ στο δρόμο τη δική τα τη μάννα που τανα φτωχιά, τη λυπήθηκε,τήνε δεν το ένα,πόμκανε δεκοχτώ. Το βράδ ‘ εκεί που κάθουντανα κοντά ‘ς τον άντρα τα και τον έκλωθε κλωστές και τις έβαζε παν πε το λαιμό τα, κ’εκείνος έρραφτε μπαίν’μέσα θυμωμένη η στρίγγλα και φωνάζ’. – Μαρή σκρόφα! Που ναι το ένα το ψωμί ; - Ποιο ψωμί ; λέει εκείν ! – Πόσα ψωμιά έπλασες σήμερα ; την ερωτά. – Δεκοχτώ, λέει η νύφη τα. – Δεκοχτώ,μαρή γή δεκανιά ; -Δεκοχτώ αί ; δε σκώνεσαι μωρέ να χτυπάς, λέει το γιό τα που θέλ’ να σε σβύσ’ η …. Δείξια η πείξια, που ταίζ’ το βιό στη μάννα τα, την κουρέλλα. Το πίστεψε κ’εκείνος και σκώνεται πάν : - Που ναι μαρή, το ψωμί ; - Δεκοχτώ έκαμα, δεκοχτώ! Αρπάξ αυτός ένα ξύλο, άρπαξ΄κ’ η μάννα τ’ τη σκούπα και πάνα να τη δείρνα. –Παναγία μ’ γλύτωσε με, λέει εκείν’ και με τη μια γίνε ται πουλί και πάει πάν ς’ τα κεραμίδια και αρχινά να φωνάζ : Δεκοχτώ! Δεκοχτώ!. Για τούτο τήνε λένα δεκοχτούρα και κείνο το μαύρο πο χ’ ‘ς το λαιμό τα’ς είναι οι κλωστές που έκλωθε για τον άντρα τς .
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών