Η δεκοκτούρα είναι πτηνόν το οποίον τοιούτου, κρυγμόν εκβάλλει κι να λέγη δεκοχτώ. Ητό δι αύτη, γυνή νεαρά και νεονύμφος έχουσα κι φαίνεται δύστροπον εκυράν. Ημέραν τινά η νύμφη εζύμωσε δέκα και οχτώ άρτους. Φαίνεται δ’ότι η εκυρά εμέτρησεν αυτούς δέκα εννέα. Ηφού έψησαν τους άρτους αριθμεί και πάλιν αυτούς η εκυρά και εθρίστη μόνον δέκα οκτώ τους άρτους. Τότε ήρχισε σφοδρά φιλονεικία μεταξύ εκυράς και νύμφης. Και η μεν έλεγεν ότι εξ αρχής εζύμωσεν δέκα οκτώ άρτους η δ’εκυρά επέμενε λέγουσα ότι ήσαν μεν δέκα εννέα αλλ’η νύμφη έδωκεν ένα τη μητρί αυτής. Ούτω δ’εκ της πολλής φυλονεικίας και θλίψεις μεταμορφώθη εις πτηνόν η νύμφη και ούτην μέχρι του νυν και ες αεί διαμαρτύρεται θεούς και ανθρώπους ότι εξ αρχής δεκοχτώ ήσαν τα ψωμιά και όχι δέκα εννιά εξού έλαβε και το όνομα δεκοχτούρα.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών