Ο Κήτο Τσιέλεγκας έζησε ενενήντα πέντε χρόνια και πέθανε εδώ και λίγα χρόνια στη Βούρμπιανη. Όλη του τη ζωή πιστικός και τζιόμπανος. Πρόβατα πολλά δεν είχε,μόν’έτσ’ κάποιος παλιός γκουτζιάμπασης τον είπε μια φορά τσιέλεγκα κι έτσι το πήρε κι αυτός και τα παιδιά τα’και τα’αγγόνια του για παραγκώμ’κι απόμεινε.Τα βουνά τάξερε με την πιθαμή,οι ρούγες,τα μονοπάτια,τα σύρματα,οι κλεφτόβρυσες όλες δικές του. Μαλιματιτζής και στο κλέψιμο και στο κρύψιμο. Στα νιάτα του είχε ρημάξ’κοπάδια,μόν’φυλακή ποτές δεμ μπήκε οι γκουτζιαμπάσηδες τον φύλαγαν. –Γιατί,πρέ Κήτο,του είπα μια φορά πρόπερον εκεί στου Ντούρβαρη το δέντρο που στάλιζε τα πρόβατα,γιατί το λύκο τον λέτε αφωρισμένο ; ποιος τον αφώρεσε ; -Τι τα θέλ’ς αυτά εσύ,δάσκαλε,αυτά είναι για τα’εμάς τους βλάχους. Άμ’σαν είδε κι επίμενα αρχίν’σε να μου λέη: -Όντας σκόλασ’ο Χριστός τον κόσμο είδε τα πρόβατα πόβοσκαν σε μια πλαγιά, σαν να πούμε κείγια πέρα στήγ Κοκκινόπετρα κι απ’τη χαρά τα’έφειακε μια ξύλινη φλοέρα και τη λαλούσε. Χαίρουνταν που τάγλεπε να βόσκ’ν έτσ’όμορφα όμορφα και π’άκουγε τα κουδούνια τους. Ο Διάολος,μακρυγιαπεδώ, άκουσε το λάλ’μα κίνσε και πάει εκεί κοντά, είδε τα πρόβατα και τα φτόνησε που ήταν έργο του Χριστού και θέλ’σε να τα καταστρέψ’. Τι κάν’κι αυτός ; Παν στο λόγγο, βρίσ’μια γριογιογκορτσιά, κόβ’ ένα κλωνάρ’, το πελεκάει και γτιάν’, το λύκο, μόν’ ο λύκος δεν μπορούσε να κάτ’σ’ ορθός, όλο έπεφτε. Τότες ο διάολος μεταμορφώνεται σ’άνθρωπο, πάν μπροστά στο Χριστό και του λέει. –Χριστέ μ’ και Κύριέ μου, έφειακα κι εγώ ‘να πράμα μου δε λιγάει και δε στέκ’ορθό. Πές μου τι να του κάνω για να σταθή στα ποδάρια του ; ‘’Τότες ο Χριστός του λέει : ‘’Σύρε και πές σ’αυτό το πράμα πόμφειακες να σκωθή ορθό και να κάν’ότι το διατάξ’ ο Χριστός (κι από μέσα του ο Χριστός καταργιάσκε κι αφώρεσ’ αυτό το πράμα του διαόλ’το λύκο). Ο Διάολος όλο και ποπτεύ’κε τα λόγια του Χριστού γιατ’ήξερε κι όλας ότι το πράμα πόφειακ’ήταν για κακό και σιάχκε μη φάη αυτόν τον ίδιο και για τούτο πάν’κι αυτός και σκάφτ΄’ μια γκούβα, χώνιται μέσα στη γκούβα κι αφήν’μαναχά το’να ποδάρ’απ’όξω και π’ύστερις λέει : ‘’Σήκ’, έργο μου, στάσ’στα ποδάρια σου και κάνε ότ’ διάταξε ο Χριστός’’ Μια! Και πετάζετ’ορθός ο λύκος, κοσεύ’κατά το διάολο και τα’αρπάγ’το ποδάρ’που δεν πρόφτακε να το μπάσ’μέσα στη γκούβα και του το τρώει, κι από τότες το διάολο τον λέω και λυκοφάγωμα και τον λύκο τον λέν αφωρεσμένο, γιατί τον αφώρεσε και τον καταργιάστ’κι ο Χριστός, γιατ’είναι έργο του Σατανά και του Σιαητάν’… Άμα κάν’και μπή μέσα στο κοπάδ’κάν’καταστροφή στα γηδοπρόβατα,δε χορταίν’μ’ένα μόν’ θέλ’να τα λαβώσ’όλα, είν’αχόρταγος και μονάντερος, ζούνιοι του Αντίχριστου…’’ –Αλλ’ καμιά βολά, κυρ δάσκαλε, θα σου πώ και για τ’όρνιο για τον αγριογιπέτ’να που φωνάζ’τη νύχτα στα λόγγα ‘’τον αδερφό’’ και για το μπούφο π’αναστενάζ’τη νύχτα και βογγάει ο τόπος και για το ζαρκάδ’που του κινούν τα δάκρυγια σαν τα’άνθρωπου.. Ξέρομε πολλά τέτοια εμείς οι Βλάχ’. [Εδημοσιεύθη : Χ.Ρεμπέλη, Κονιτσιώτικα,επιμέλεια Ν.Χ.Ρέμπελη, 1953, σελ.163-164.(εκδόσεις Ηπειρωτικής Εταιρείας Αθηνών)]

Ο Κήτο Τσιέλεγκας έζησε ενενήντα πέντε χρόνια και πέθανε εδώ και λίγα χρόνια στη Βούρμπιανη. Όλη του τη ζωή πιστικός και τζιόμπανος. Πρόβατα πολλά δεν είχε,μόν’έτσ’ κάποιος παλιός γκουτζιάμπασης τον είπε μια φορά τσιέλεγκα κι έτσι το πήρε κι αυτός και τα παιδιά τα’και τα’αγγόνια του για παραγκώμ’κι απόμεινε.Τα βουνά τάξερε με την πιθαμή,οι ρούγες,τα μονοπάτια,τα σύρματα,οι κλεφτόβρυσες όλες δικές του. Μαλιματιτζής και στο κλέψιμο και στο κρύψιμο. Στα νιάτα του είχε ρημάξ’κοπάδια,μόν’φυλακή ποτές δεμ μπήκε οι γκουτζιαμπάσηδες τον φύλαγαν. –Γιατί,πρέ Κήτο,του είπα μια φορά πρόπερον εκεί στου Ντούρβαρη το δέντρο που στάλιζε τα πρόβατα,γιατί το λύκο τον λέτε αφωρισμένο ; ποιος τον αφώρεσε ; -Τι τα θέλ’ς αυτά εσύ,δάσκαλε,αυτά είναι για τα’εμάς τους βλάχους. Άμ’σαν είδε κι επίμενα αρχίν’σε να μου λέη: -Όντας σκόλασ’ο Χριστός τον κόσμο είδε τα πρόβατα πόβοσκαν σε μια πλαγιά, σαν να πούμε κείγια πέρα στήγ Κοκκινόπετρα κι απ’τη χαρά τα’έφειακε μια ξύλινη φλοέρα και τη λαλούσε. Χαίρουνταν που τάγλεπε να βόσκ’ν έτσ’όμορφα όμορφα και π’άκουγε τα κουδούνια τους. Ο Διάολος,μακρυγιαπεδώ, άκουσε το λάλ’μα κίνσε και πάει εκεί κοντά, είδε τα πρόβατα και τα φτόνησε που ήταν έργο του Χριστού και θέλ’σε να τα καταστρέψ’. Τι κάν’κι αυτός ; Παν στο λόγγο, βρίσ’μια γριογιογκορτσιά, κόβ’ ένα κλωνάρ’, το πελεκάει και γτιάν’, το λύκο, μόν’ ο λύκος δεν μπορούσε να κάτ’σ’ ορθός, όλο έπεφτε. Τότες ο διάολος μεταμορφώνεται σ’άνθρωπο, πάν μπροστά στο Χριστό και του λέει. –Χριστέ μ’ και Κύριέ μου, έφειακα κι εγώ ‘να πράμα μου δε λιγάει και δε στέκ’ορθό. Πές μου τι να του κάνω για να σταθή στα ποδάρια του ; ‘’Τότες ο Χριστός του λέει : ‘’Σύρε και πές σ’αυτό το πράμα πόμφειακες να σκωθή ορθό και να κάν’ότι το διατάξ’ ο Χριστός (κι από μέσα του ο Χριστός καταργιάσκε κι αφώρεσ’ αυτό το πράμα του διαόλ’το λύκο). Ο Διάολος όλο και ποπτεύ’κε τα λόγια του Χριστού γιατ’ήξερε κι όλας ότι το πράμα πόφειακ’ήταν για κακό και σιάχκε μη φάη αυτόν τον ίδιο και για τούτο πάν’κι αυτός και σκάφτ΄’ μια γκούβα, χώνιται μέσα στη γκούβα κι αφήν’μαναχά το’να ποδάρ’απ’όξω και π’ύστερις λέει : ‘’Σήκ’, έργο μου, στάσ’στα ποδάρια σου και κάνε ότ’ διάταξε ο Χριστός’’ Μια! Και πετάζετ’ορθός ο λύκος, κοσεύ’κατά το διάολο και τα’αρπάγ’το ποδάρ’που δεν πρόφτακε να το μπάσ’μέσα στη γκούβα και του το τρώει, κι από τότες το διάολο τον λέω και λυκοφάγωμα και τον λύκο τον λέν αφωρεσμένο, γιατί τον αφώρεσε και τον καταργιάστ’κι ο Χριστός, γιατ’είναι έργο του Σατανά και του Σιαητάν’… Άμα κάν’και μπή μέσα στο κοπάδ’κάν’καταστροφή στα γηδοπρόβατα,δε χορταίν’μ’ένα μόν’ θέλ’να τα λαβώσ’όλα, είν’αχόρταγος και μονάντερος, ζούνιοι του Αντίχριστου…’’ –Αλλ’ καμιά βολά, κυρ δάσκαλε, θα σου πώ και για τ’όρνιο για τον αγριογιπέτ’να που φωνάζ’τη νύχτα στα λόγγα ‘’τον αδερφό’’ και για το μπούφο π’αναστενάζ’τη νύχτα και βογγάει ο τόπος και για το ζαρκάδ’που του κινούν τα δάκρυγια σαν τα’άνθρωπου.. Ξέρομε πολλά τέτοια εμείς οι Βλάχ’. [Εδημοσιεύθη : Χ.Ρεμπέλη, Κονιτσιώτικα,επιμέλεια Ν.Χ.Ρέμπελη, 1953, σελ.163-164.(εκδόσεις Ηπειρωτικής Εταιρείας Αθηνών)]
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Ο Κήτο Τσιέλεγκας έζησε ενενήντα πέντε χρόνια και πέθανε εδώ και λίγα χρόνια στη Βούρμπιανη. Όλη του τη ζωή πιστικός και τζιόμπανος. Πρόβατα πολλά δεν είχε,μόν’έτσ’ κάποιος παλιός γκουτζιάμπασης τον είπε μια φορά τσιέλεγκα κι έτσι το πήρε κι αυτός και τα παιδιά τα’και τα’αγγόνια του για παραγκώμ’κι απόμεινε.Τα βουνά τάξερε με την πιθαμή,οι ρούγες,τα μονοπάτια,τα σύρματα,οι κλεφτόβρυσες όλες δικές του. Μαλιματιτζής και στο κλέψιμο και στο κρύψιμο. Στα νιάτα του είχε ρημάξ’κοπάδια,μόν’φυλακή ποτές δεμ μπήκε οι γκουτζιαμπάσηδες τον φύλαγαν. –Γιατί,πρέ Κήτο,του είπα μια φορά πρόπερον εκεί στου Ντούρβαρη το δέντρο που στάλιζε τα πρόβατα,γιατί το λύκο τον λέτε αφωρισμένο ; ποιος τον αφώρεσε ; -Τι τα θέλ’ς αυτά εσύ,δάσκαλε,αυτά είναι για τα’εμάς τους βλάχους. Άμ’σαν είδε κι επίμενα αρχίν’σε να μου λέη: -Όντας σκόλασ’ο Χριστός τον κόσμο είδε τα πρόβατα πόβοσκαν σε μια πλαγιά, σαν να πούμε κείγια πέρα στήγ Κοκκινόπετρα κι απ’τη χαρά τα’έφειακε μια ξύλινη φλοέρα και τη λαλούσε. Χαίρουνταν που τάγλεπε να βόσκ’ν έτσ’όμορφα όμορφα και π’άκουγε τα κουδούνια τους. Ο Διάολος,μακρυγιαπεδώ, άκουσε το λάλ’μα κίνσε και πάει εκεί κοντά, είδε τα πρόβατα και τα φτόνησε που ήταν έργο του Χριστού και θέλ’σε να τα καταστρέψ’. Τι κάν’κι αυτός ; Παν στο λόγγο, βρίσ’μια γριογιογκορτσιά, κόβ’ ένα κλωνάρ’, το πελεκάει και γτιάν’, το λύκο, μόν’ ο λύκος δεν μπορούσε να κάτ’σ’ ορθός, όλο έπεφτε. Τότες ο διάολος μεταμορφώνεται σ’άνθρωπο, πάν μπροστά στο Χριστό και του λέει. –Χριστέ μ’ και Κύριέ μου, έφειακα κι εγώ ‘να πράμα μου δε λιγάει και δε στέκ’ορθό. Πές μου τι να του κάνω για να σταθή στα ποδάρια του ; ‘’Τότες ο Χριστός του λέει : ‘’Σύρε και πές σ’αυτό το πράμα πόμφειακες να σκωθή ορθό και να κάν’ότι το διατάξ’ ο Χριστός (κι από μέσα του ο Χριστός καταργιάσκε κι αφώρεσ’ αυτό το πράμα του διαόλ’το λύκο). Ο Διάολος όλο και ποπτεύ’κε τα λόγια του Χριστού γιατ’ήξερε κι όλας ότι το πράμα πόφειακ’ήταν για κακό και σιάχκε μη φάη αυτόν τον ίδιο και για τούτο πάν’κι αυτός και σκάφτ΄’ μια γκούβα, χώνιται μέσα στη γκούβα κι αφήν’μαναχά το’να ποδάρ’απ’όξω και π’ύστερις λέει : ‘’Σήκ’, έργο μου, στάσ’στα ποδάρια σου και κάνε ότ’ διάταξε ο Χριστός’’ Μια! Και πετάζετ’ορθός ο λύκος, κοσεύ’κατά το διάολο και τα’αρπάγ’το ποδάρ’που δεν πρόφτακε να το μπάσ’μέσα στη γκούβα και του το τρώει, κι από τότες το διάολο τον λέω και λυκοφάγωμα και τον λύκο τον λέν αφωρεσμένο, γιατί τον αφώρεσε και τον καταργιάστ’κι ο Χριστός, γιατ’είναι έργο του Σατανά και του Σιαητάν’… Άμα κάν’και μπή μέσα στο κοπάδ’κάν’καταστροφή στα γηδοπρόβατα,δε χορταίν’μ’ένα μόν’ θέλ’να τα λαβώσ’όλα, είν’αχόρταγος και μονάντερος, ζούνιοι του Αντίχριστου…’’ –Αλλ’ καμιά βολά, κυρ δάσκαλε, θα σου πώ και για τ’όρνιο για τον αγριογιπέτ’να που φωνάζ’τη νύχτα στα λόγγα ‘’τον αδερφό’’ και για το μπούφο π’αναστενάζ’τη νύχτα και βογγάει ο τόπος και για το ζαρκάδ’που του κινούν τα δάκρυγια σαν τα’άνθρωπου.. Ξέρομε πολλά τέτοια εμείς οι Βλάχ’. [Εδημοσιεύθη : Χ.Ρεμπέλη, Κονιτσιώτικα,επιμέλεια Ν.Χ.Ρέμπελη, 1953, σελ.163-164.(εκδόσεις Ηπειρωτικής Εταιρείας Αθηνών)]

Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (EL)

Παραδόσεις

Ήπειρος, Κόνιτσα, Βούρμπιανη


1929




Λ. Α. αρ. 1569 Γ, σελ. 103-105, 11, Χ. Ρεμπέλη, Κόνιτσα, 1929

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.