Κάποτε ο Χριστός πήγε στο βοσκό που φυλάει τα βόδια και ζήτησε νερό. Αλλά ο βοσκός ήταν τεμπέλς και δεν τον έδωκε νερό.Λοιπό κ’ο Χριστός τον καταράστηκε και τον είπε τα ζώα να φεύγουν άλλα δεξιά κι άλλα αριστερά.Αυτά φεύγουν με τη μυία. Περίπου είκοσι μέρες τον καταράστηκε να γίνεται αυτό. [Μετά από είκοσι μέρες μέχρι 21 Μαίου χάνεται αυτή η μυία]. Μετα=ά πήγε στο βοσκό που φύλαγε πρόβατα του ζήτηξε νερό αλλ’αυτός δεν είχε κουβά αλλ’έπιασε έβγαλε το τσαρούχι του. Εάν δεν συχαίνεσαι,λέει,να σου δώσω το τσαρούχι. Ήπιε ο Χριστός με το τσαρούχι και τον ευλόγησε να μη φεύγη το κοπάδι,να είναι ήσυχο και να είσαι ήσυχος κ’εσύ.Και έτσι τα πρόβατα όταν τα πιάνη ήλιος πηγαίνουν στη δροσιά και κοιμούνται. Μετά όταν βράδυασε ανταμωθήκανε οι βοσκοί και το συζητήσανε το πράμα και κατάλαβαν ότι ήταν ο Χριστός που πέρασε κοντά τους.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών