Ου κούκκους ήταν άνθρουπους κι απ’ τα’γ κονταμάρα τα’ γυιού τα’έγινι π’λί κούκκους. Ου γυιός ήταν γύφτους κι δούλιβι τα σίδηρα στ’φουτιά κι έφκιανι υννιά, θ’κέλλια, κασμάδις, κι άλλα ιργαλεία κι μαγειρ'κα’ Γύφτους, φαραών’ς, μαύρους σαν του διάουλου. Ικεί π’ δούλιβι, άκουσεν ότι ου αφέντ’ς ου Χ’στός ανάστησι του Λάζαρου. Ρώτ’σι πως ανάστησι του Λάζαρου κι που ΄παν για να τουμ πιριπαίξ΄ν, ότι τάχα ο Χ’στός άναψεν ένα φούρνου κι του έρρ’ξι μέσα πιθαμένου του Λάζαρου κι τουν έβγαλι νέου. Ου φαραών’ς ου γύφτους είπε μι τα’ γκουνταμάρα τ’ : ‘’μουρέ δεν ανάφτου κι ιγώ του φούρνου να ρίξου μέσα τούμ πατέρα μ’κι να τουν βγάλου ξανανιού μένουν, αφού άρχισι να γιράζ΄κι να μη κάν’ δ’λειά ;’’ Λέγοντας κι κάνουντας άναψ’ του φούρνου κι άρπαξ’ τουμ πατέρα τα’ κι τουμ πέταξ’ μέσ’ τα’ς φλόγες ! Φυσικά κάηκι ου γιροφαραών’ς κι έγινι σκρούμους ! Πιριμέν’ ου γύφτους να ζουντανέψ’ ου πατέρας τα’ κι να ξανανιώσ’ αλλά που να ζουντανέψ’. Άρχισι τότε ου παλιόγυφτους να κλαίη κι όλου έκλιε, όντας πέρ’ου Χ’στός απ’του γυφτουκάλ’ βου κι άκουσι τα κλ΄παμματα τ’! Ού Χ’στός μισήκε αμέσουσι στου γυφτόσπ’ του κι τουν ρώτ’σι για ποια αιτία κλαίει κι ου γύφτους τα’απάντ’σι ‘’το κί το έκανε, τα’πατέρα μ’ κι κλαίον. Τότε ου Χ’στός φύσηξ’ απάνου στου σκρούμου τα’καημέν’ τα’ γύφτ’ κι τουν έκανι π’λί, κούκκου, κι ως π’λί, κούκκου, κι ως π’λι φουρτούρ’σι απάνου σ’ένα δέντρου. Οι θ’κοί τα’ τουν έχασαν του γερουγύφτου μπρουστά ‘π’ τα μάτια τους κι τα’φώναξαν. Αυτός τότε ακούοντας να τουν γυρεύ’ν κι να τα’ φουνάζ’ν απουλουήθ’κε : ‘’κούκου, κούκκου, κούκκου’’ σαν να τα’ς έλιγι <ιδώ είμι, εδώ είμι, εδώ είμι>.

Ου κούκκους ήταν άνθρουπους κι απ’ τα’γ κονταμάρα τα’ γυιού τα’έγινι π’λί κούκκους. Ου γυιός ήταν γύφτους κι δούλιβι τα σίδηρα στ’φουτιά κι έφκιανι υννιά, θ’κέλλια, κασμάδις, κι άλλα ιργαλεία κι μαγειρ'κα’ Γύφτους, φαραών’ς, μαύρους σαν του διάουλου. Ικεί π’ δούλιβι, άκουσεν ότι ου αφέντ’ς ου Χ’στός ανάστησι του Λάζαρου. Ρώτ’σι πως ανάστησι του Λάζαρου κι που ΄παν για να τουμ πιριπαίξ΄ν, ότι τάχα ο Χ’στός άναψεν ένα φούρνου κι του έρρ’ξι μέσα πιθαμένου του Λάζαρου κι τουν έβγαλι νέου. Ου φαραών’ς ου γύφτους είπε μι τα’ γκουνταμάρα τ’ : ‘’μουρέ δεν ανάφτου κι ιγώ του φούρνου να ρίξου μέσα τούμ πατέρα μ’κι να τουν βγάλου ξανανιού μένουν, αφού άρχισι να γιράζ΄κι να μη κάν’ δ’λειά ;’’ Λέγοντας κι κάνουντας άναψ’ του φούρνου κι άρπαξ’ τουμ πατέρα τα’ κι τουμ πέταξ’ μέσ’ τα’ς φλόγες ! Φυσικά κάηκι ου γιροφαραών’ς κι έγινι σκρούμους ! Πιριμέν’ ου γύφτους να ζουντανέψ’ ου πατέρας τα’ κι να ξανανιώσ’ αλλά που να ζουντανέψ’. Άρχισι τότε ου παλιόγυφτους να κλαίη κι όλου έκλιε, όντας πέρ’ου Χ’στός απ’του γυφτουκάλ’ βου κι άκουσι τα κλ΄παμματα τ’! Ού Χ’στός μισήκε αμέσουσι στου γυφτόσπ’ του κι τουν ρώτ’σι για ποια αιτία κλαίει κι ου γύφτους τα’απάντ’σι ‘’το κί το έκανε, τα’πατέρα μ’ κι κλαίον. Τότε ου Χ’στός φύσηξ’ απάνου στου σκρούμου τα’καημέν’ τα’ γύφτ’ κι τουν έκανι π’λί, κούκκου, κι ως π’λί, κούκκου, κι ως π’λι φουρτούρ’σι απάνου σ’ένα δέντρου. Οι θ’κοί τα’ τουν έχασαν του γερουγύφτου μπρουστά ‘π’ τα μάτια τους κι τα’φώναξαν. Αυτός τότε ακούοντας να τουν γυρεύ’ν κι να τα’ φουνάζ’ν απουλουήθ’κε : ‘’κούκου, κούκκου, κούκκου’’ σαν να τα’ς έλιγι <ιδώ είμι, εδώ είμι, εδώ είμι>.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Ου κούκκους ήταν άνθρουπους κι απ’ τα’γ κονταμάρα τα’ γυιού τα’έγινι π’λί κούκκους. Ου γυιός ήταν γύφτους κι δούλιβι τα σίδηρα στ’φουτιά κι έφκιανι υννιά, θ’κέλλια, κασμάδις, κι άλλα ιργαλεία κι μαγειρ'κα’ Γύφτους, φαραών’ς, μαύρους σαν του διάουλου. Ικεί π’ δούλιβι, άκουσεν ότι ου αφέντ’ς ου Χ’στός ανάστησι του Λάζαρου. Ρώτ’σι πως ανάστησι του Λάζαρου κι που ΄παν για να τουμ πιριπαίξ΄ν, ότι τάχα ο Χ’στός άναψεν ένα φούρνου κι του έρρ’ξι μέσα πιθαμένου του Λάζαρου κι τουν έβγαλι νέου. Ου φαραών’ς ου γύφτους είπε μι τα’ γκουνταμάρα τ’ : ‘’μουρέ δεν ανάφτου κι ιγώ του φούρνου να ρίξου μέσα τούμ πατέρα μ’κι να τουν βγάλου ξανανιού μένουν, αφού άρχισι να γιράζ΄κι να μη κάν’ δ’λειά ;’’ Λέγοντας κι κάνουντας άναψ’ του φούρνου κι άρπαξ’ τουμ πατέρα τα’ κι τουμ πέταξ’ μέσ’ τα’ς φλόγες ! Φυσικά κάηκι ου γιροφαραών’ς κι έγινι σκρούμους ! Πιριμέν’ ου γύφτους να ζουντανέψ’ ου πατέρας τα’ κι να ξανανιώσ’ αλλά που να ζουντανέψ’. Άρχισι τότε ου παλιόγυφτους να κλαίη κι όλου έκλιε, όντας πέρ’ου Χ’στός απ’του γυφτουκάλ’ βου κι άκουσι τα κλ΄παμματα τ’! Ού Χ’στός μισήκε αμέσουσι στου γυφτόσπ’ του κι τουν ρώτ’σι για ποια αιτία κλαίει κι ου γύφτους τα’απάντ’σι ‘’το κί το έκανε, τα’πατέρα μ’ κι κλαίον. Τότε ου Χ’στός φύσηξ’ απάνου στου σκρούμου τα’καημέν’ τα’ γύφτ’ κι τουν έκανι π’λί, κούκκου, κι ως π’λί, κούκκου, κι ως π’λι φουρτούρ’σι απάνου σ’ένα δέντρου. Οι θ’κοί τα’ τουν έχασαν του γερουγύφτου μπρουστά ‘π’ τα μάτια τους κι τα’φώναξαν. Αυτός τότε ακούοντας να τουν γυρεύ’ν κι να τα’ φουνάζ’ν απουλουήθ’κε : ‘’κούκου, κούκκου, κούκκου’’ σαν να τα’ς έλιγι <ιδώ είμι, εδώ είμι, εδώ είμι>.

Οικονόμου, Μάνθος Κ.
Οικονόμου, Μάνθος Κ. (EL)

Παραδόσεις

Ιωάννινα, Νεγάδες


1939




Λ. Α. αρ. 1570, σελ. 482, Μ. Οικονόμου, Νεγάδες, 1939

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.