Η χελώνα ήτανε μια μητέρα κ’είχε τρείς κόρες.Αρρώστησε η μητέρα και μηνά της πρώτης κόρης να πάη να τήνε νοναχτή (=να τήνε φροντίση). Λέει αυτή : Εγώ δεν μπορώ γιατί φαίνω.Μηνάει της δεύτερης. Λέει : εγώ πλένω δεν αδιάζω (=δεν ευκαιρώ)Μηνάει της τρίτης.Η Τρίτη ζύμωνε αλλά με τα χέρια ζυμωμένα έτρεξε να ‘δή την μητέρα της.Της ευκήθηκε τότε η μητέρα της και αυτή είναι η μέλισσα. Της πρώτης πούγαινε της καταράστηκε :Να φαίνη να ξυφαίνη και να το παίρνη στην μπαίδα (=πλευρό,αγκάλι)να φεύγη.Αυτή ‘ναι η αράχνη.Κι’αυτής που έπλενε της καταράστηκε : να παίρνη τη σκαφίδα στην πλάτη να περπατάη κι αυτή ‘ναι η χελώνα,που βρίσκομε μέσα στα νερά.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών