Όντον ήρθεν ο γέρο Ανεστάσης απού την Ανατολή μας ήλεγε πως ήτονε μια φορά ένας χιώτης τη επωρίενε καθ’ αργά στον ύπνο ντου ένα και του ‘λεγε : << Σηκώσου να πάς στην Αλεξάντρα κι εκειά δα βρής το κισιμέτι σου>>. Ετουτονά εγινούντονε δα καθ’αργά. Μια οπού τσι πολλές λέει : ‘’Να πάω θέλω ‘γώ να δώ ίντα δα βρώ’’. Πιάνει και βάνει το δρόμο ομπρός του και πάει. Φτάνει στην Αλεξάντρα. Μιαν ημέρα βγήκαν όξω απού την Αλεξάντρα και βρίσκεται σ’έναν αμπέλι. Κόβγει ένα καμπανό σταφύλι και τόνε τρώει κι αποί θέτει στη μάνα από κάτω και κοιμάται. Θωρεί πάλι στον ύπνο ντου κειονά τον ίδιο άθρωπο και του λέει : <<Αυτονοσά ο καμπανός απού ‘φάες ήτονε το κισιμέτι σου>>. Ξυπνά αυτός ντελόγο ψυγομαραμέννος. <Μωρέ, για όνομα του θεού ίντα ‘παθα, να κάμω τοσανά έξοδα να ρθώ, για έναν καμπανό σταφύλι! Σκώνεται και γιαγέρνει στην πολιτεία να μπή σε κανένα καράβι να γιαγείρη στον τόπον ντου. Στο δρόμο που πήγαινε του παντήχνει ένας άνθρωπος κι επήγαινε κι αυτός στην πολιτεία. Θωρεί τονε κλιτό και παραπονεμένο και στένει του κουβέντα. –Μπρέ, ίντα καλή δουλειά, κουμπάρε, ιντά ‘χεις κι είσαι κλιτός ; -Ίντα να σου λέω, κουμπάρε, ετουτονέ κι ετουτονέ το όνειρο θώρουνα καθ’ αργά, κι ήρθα στην Αλεξάντρα να βρώ το κισμέτι μου. Και σήμερο εβγήκα όξω απού την πολιτεία κι ήφαγα έναν καμπανό σταφύλι, κι εκοιμήθηκα από κάτω στη μάνα κι ήρθε πάλιν ο ίδιος άνθρωπος στ’όνειρο μου και μού ‘πεν : Αυτονοσά ο καμπανός είναι το κισμέτι σου. Εγώ είμαι φτωχός άνθρωπος κι ήκαμα ο κακομοίρης τόσα έξοδα να ‘ρθώ. –Μπρέ κουμπάρε, τρέλλα ήκαμες κιόλας να ‘ρθής τοσονάν κόσμο για έναν καμπανό σταφύλι. Ντα ‘γώ θωρώ κάθ’αργά στον ύπνο μου ένα και μου λέει : <Να πάς στη Χιό, στου τάδε το σπίτι, στην αυλή, να σκάψης και να βρής έναν πιθάρι φλουριά και δεν πάω, κι εσύ να ‘ρθής , να πιστέψης στο όνειρο, και να ρθής! Ακούει αυτός και δε μιλεί. Η αυλή, απού του λεγε ήτονε ειδική ντου. Σκώνεται και γιαγέρνει στο σπίτι ντου, σκάφτει στην αυλή και βρίσκει έναν πιθάρι φλουριά. Μαθαίνει το ο Σουλτάνος και πέμπει και παίρνουσιν του τα, κι αποί τόνε βγάνει απάνω στο πιθάρι και του λέει :’’ Όσον τόπο θωρείς από παέ σου τονέ χαρίζω.’’ Κι εχάρισεν του όσον τόπον εθώριε. (Καμπανό=ένα τσαμπί σταφύλι που έχει έναν μίσχο και δεν έχει άλλα τζαμπιά από τον ίδιο μίσχο. Θέτει στη μάνα= το κάθε φυτό τα’αμπέλι.)

Όντον ήρθεν ο γέρο Ανεστάσης απού την Ανατολή μας ήλεγε πως ήτονε μια φορά ένας χιώτης τη επωρίενε καθ’ αργά στον ύπνο ντου ένα και του ‘λεγε : << Σηκώσου να πάς στην Αλεξάντρα κι εκειά δα βρής το κισιμέτι σου>>. Ετουτονά εγινούντονε δα καθ’αργά. Μια οπού τσι πολλές λέει : ‘’Να πάω θέλω ‘γώ να δώ ίντα δα βρώ’’. Πιάνει και βάνει το δρόμο ομπρός του και πάει. Φτάνει στην Αλεξάντρα. Μιαν ημέρα βγήκαν όξω απού την Αλεξάντρα και βρίσκεται σ’έναν αμπέλι. Κόβγει ένα καμπανό σταφύλι και τόνε τρώει κι αποί θέτει στη μάνα από κάτω και κοιμάται. Θωρεί πάλι στον ύπνο ντου κειονά τον ίδιο άθρωπο και του λέει : <<Αυτονοσά ο καμπανός απού ‘φάες ήτονε το κισιμέτι σου>>. Ξυπνά αυτός ντελόγο ψυγομαραμέννος. <Μωρέ, για όνομα του θεού ίντα ‘παθα, να κάμω τοσανά έξοδα να ρθώ, για έναν καμπανό σταφύλι! Σκώνεται και γιαγέρνει στην πολιτεία να μπή σε κανένα καράβι να γιαγείρη στον τόπον ντου. Στο δρόμο που πήγαινε του παντήχνει ένας άνθρωπος κι επήγαινε κι αυτός στην πολιτεία. Θωρεί τονε κλιτό και παραπονεμένο και στένει του κουβέντα. –Μπρέ, ίντα καλή δουλειά, κουμπάρε, ιντά ‘χεις κι είσαι κλιτός ; -Ίντα να σου λέω, κουμπάρε, ετουτονέ κι ετουτονέ το όνειρο θώρουνα καθ’ αργά, κι ήρθα στην Αλεξάντρα να βρώ το κισμέτι μου. Και σήμερο εβγήκα όξω απού την πολιτεία κι ήφαγα έναν καμπανό σταφύλι, κι εκοιμήθηκα από κάτω στη μάνα κι ήρθε πάλιν ο ίδιος άνθρωπος στ’όνειρο μου και μού ‘πεν : Αυτονοσά ο καμπανός είναι το κισμέτι σου. Εγώ είμαι φτωχός άνθρωπος κι ήκαμα ο κακομοίρης τόσα έξοδα να ‘ρθώ. –Μπρέ κουμπάρε, τρέλλα ήκαμες κιόλας να ‘ρθής τοσονάν κόσμο για έναν καμπανό σταφύλι. Ντα ‘γώ θωρώ κάθ’αργά στον ύπνο μου ένα και μου λέει : <Να πάς στη Χιό, στου τάδε το σπίτι, στην αυλή, να σκάψης και να βρής έναν πιθάρι φλουριά και δεν πάω, κι εσύ να ‘ρθής , να πιστέψης στο όνειρο, και να ρθής! Ακούει αυτός και δε μιλεί. Η αυλή, απού του λεγε ήτονε ειδική ντου. Σκώνεται και γιαγέρνει στο σπίτι ντου, σκάφτει στην αυλή και βρίσκει έναν πιθάρι φλουριά. Μαθαίνει το ο Σουλτάνος και πέμπει και παίρνουσιν του τα, κι αποί τόνε βγάνει απάνω στο πιθάρι και του λέει :’’ Όσον τόπο θωρείς από παέ σου τονέ χαρίζω.’’ Κι εχάρισεν του όσον τόπον εθώριε. (Καμπανό=ένα τσαμπί σταφύλι που έχει έναν μίσχο και δεν έχει άλλα τζαμπιά από τον ίδιο μίσχο. Θέτει στη μάνα= το κάθε φυτό τα’αμπέλι.)
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Όντον ήρθεν ο γέρο Ανεστάσης απού την Ανατολή μας ήλεγε πως ήτονε μια φορά ένας χιώτης τη επωρίενε καθ’ αργά στον ύπνο ντου ένα και του ‘λεγε : << Σηκώσου να πάς στην Αλεξάντρα κι εκειά δα βρής το κισιμέτι σου>>. Ετουτονά εγινούντονε δα καθ’αργά. Μια οπού τσι πολλές λέει : ‘’Να πάω θέλω ‘γώ να δώ ίντα δα βρώ’’. Πιάνει και βάνει το δρόμο ομπρός του και πάει. Φτάνει στην Αλεξάντρα. Μιαν ημέρα βγήκαν όξω απού την Αλεξάντρα και βρίσκεται σ’έναν αμπέλι. Κόβγει ένα καμπανό σταφύλι και τόνε τρώει κι αποί θέτει στη μάνα από κάτω και κοιμάται. Θωρεί πάλι στον ύπνο ντου κειονά τον ίδιο άθρωπο και του λέει : <<Αυτονοσά ο καμπανός απού ‘φάες ήτονε το κισιμέτι σου>>. Ξυπνά αυτός ντελόγο ψυγομαραμέννος. <Μωρέ, για όνομα του θεού ίντα ‘παθα, να κάμω τοσανά έξοδα να ρθώ, για έναν καμπανό σταφύλι! Σκώνεται και γιαγέρνει στην πολιτεία να μπή σε κανένα καράβι να γιαγείρη στον τόπον ντου. Στο δρόμο που πήγαινε του παντήχνει ένας άνθρωπος κι επήγαινε κι αυτός στην πολιτεία. Θωρεί τονε κλιτό και παραπονεμένο και στένει του κουβέντα. –Μπρέ, ίντα καλή δουλειά, κουμπάρε, ιντά ‘χεις κι είσαι κλιτός ; -Ίντα να σου λέω, κουμπάρε, ετουτονέ κι ετουτονέ το όνειρο θώρουνα καθ’ αργά, κι ήρθα στην Αλεξάντρα να βρώ το κισμέτι μου. Και σήμερο εβγήκα όξω απού την πολιτεία κι ήφαγα έναν καμπανό σταφύλι, κι εκοιμήθηκα από κάτω στη μάνα κι ήρθε πάλιν ο ίδιος άνθρωπος στ’όνειρο μου και μού ‘πεν : Αυτονοσά ο καμπανός είναι το κισμέτι σου. Εγώ είμαι φτωχός άνθρωπος κι ήκαμα ο κακομοίρης τόσα έξοδα να ‘ρθώ. –Μπρέ κουμπάρε, τρέλλα ήκαμες κιόλας να ‘ρθής τοσονάν κόσμο για έναν καμπανό σταφύλι. Ντα ‘γώ θωρώ κάθ’αργά στον ύπνο μου ένα και μου λέει : <Να πάς στη Χιό, στου τάδε το σπίτι, στην αυλή, να σκάψης και να βρής έναν πιθάρι φλουριά και δεν πάω, κι εσύ να ‘ρθής , να πιστέψης στο όνειρο, και να ρθής! Ακούει αυτός και δε μιλεί. Η αυλή, απού του λεγε ήτονε ειδική ντου. Σκώνεται και γιαγέρνει στο σπίτι ντου, σκάφτει στην αυλή και βρίσκει έναν πιθάρι φλουριά. Μαθαίνει το ο Σουλτάνος και πέμπει και παίρνουσιν του τα, κι αποί τόνε βγάνει απάνω στο πιθάρι και του λέει :’’ Όσον τόπο θωρείς από παέ σου τονέ χαρίζω.’’ Κι εχάρισεν του όσον τόπον εθώριε. (Καμπανό=ένα τσαμπί σταφύλι που έχει έναν μίσχο και δεν έχει άλλα τζαμπιά από τον ίδιο μίσχο. Θέτει στη μάνα= το κάθε φυτό τα’αμπέλι.)

Λιουδάκη, Μαρία
Λιουδάκη, Μαρία (EL)

Παραδόσεις

Κρήτη, Μεραμβέλλο, Λατσίδα


1938




Αρ. 1162 Γ, σελ. 152-154, Μ. Λιουδάκη, Μεραμβέλλο, Λάτσιδα, 1938

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.