Μια φορά ήτονε έναν αντρόυνο κι είχενε πολλούς παράδες κι εποφασίσανε να πά τα χώσουνε όξω στην οξοχή από κάτω από ‘ναν πρίνο. Ακούει η γειτόνισσα τα’ αντρόυνο και λέει : ‘’Να ‘ρθής, μωρέ, να πα χώσουμε- τα λεφτά μας στον τάδε πρίνο’’ Σηκώνεται η γειτόνισσα και πάει και βγαίνει στην κορφή τον πρίνο και του ‘νίμινε να΄ρθούνε. Μετά κάμποσην ώρα θωρεί τα’ αντρόυνο κι ήρχουντονέ κι εβαστούσανε τα λεφτά ντους. Ξανοίγει τους αυτή και πάνε και σκάφτουνε από κάτω στον πρίνο και χώνουν τα λεφτά ντους κι αποί λένε : ‘’Ετούτανε τα λεφτά να μη βρεθούνε, α δε σφαγούνε εννιά αδέρφια από πάνω’’. Αφήνει τους αυτή και μησ’ φεύγουνε κι απόι πάει και θέτει μιάν κλωσσού και βγάνει εννιά πουλιά και παίρνει τα και πάει και τα σφάζει από πάνω από τα λεφτά κι ανοίγει ύστερα και παίρνει τα.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών