Ήτανε μια πλιάκα (γραία) και είχε ένα παιδί. Το παιδί δεν εδούλευε και η μάννα του να δουλεύη να βγάζη το οιτάρι να τρώγουν, αλλά το παιδί της έλεγε : κ’ εάν έχεις λεπτά γιατί δεν αγοράζεις σιτάρι ; Η μάννα τον είδε ότι το παιδί ήξευρε τα λεπτά και είπε : < να μου βρώ το παιδί καμμιά φορά τα λεπτά ; Να πάω να τα κρέψω! > Σηκώνει η μάννα ντου και πάει τα λεπτά να τα κρέψη μέσ’ ΄ς το οχίντο. Τα βάζει μέσα ‘ς το μωρακάτσι (=μικρός λέβης με χέρι) σκάβει ένα λάκκο και βάζει το μωρακάτσι μέσα, από πάνω βάζει ένα παλαμάρι γύρω γύρω και είπε : <ενείς, λεπτά, θα γίνεται κάρβουνα και ου παλαμάρι, θα γύνης φίδι και όποιος έρθη και ειπή <εσείς, κάρβουνα, να γενήτε πάλ’ λεπτά όπως είσθε και πρίν, και ου, φίδι, παλαμάρι,να βάλη το χέρι ντου να τα πάρη τα λεπτά, αλλέως να μην το βάλη> Το παιδί την ακολουθούσε κρυφά και ήκουσε τι είπε η μάννα του. Άμα ήρθεν εις το σπίτι λέει η μάννα του εις το παιδί <πήγαινε να πάς να δουλέψης να φάμε> λέει το παιδί <εσύ έχεις λςπτά αγόρασε οιτάρι> λέει η πλιάκα : <δεν έχω, παιδί μου, λεπτά> λέει το παιδί να τα εύρω, μάννα, εκεί που τα έχεις ; Έσκυψε το παιδί εις το οχίντο, έσκαψε και εύρε το μωρακάτσι και είπε : <γενήτε σείς, κάρβουνα, λεπτά, όπως είσθε και πρώτα και ου, φίδι, παλαμάρι. Τα επήρε τα λεπτά το παιδί και τα έφερε ‘ς το σπίτι ‘ς τη μάννα του. Πήγε η πλιάκα δεν το ευρήκε ‘ς το οχίντο. Τότε εκατάλαβε ότι το παιδί της ήκονε τα μάγκιστρα (μάγια) και έσκασε από το μαράζι της. (Σημ : Η ανωτέρω διήγησις έχει σχέσιν με την δοξασίαν καθ’ ήν οι ονειρευθάντες θησαυρόν και μαρτυρήσαντες το όνειρον του πρίν ανασκάψωσιν αυτόν,ευσίσκουσιν αντ’ αυτού άνθρακας, εξ ού και η παροιμία : <άνθρακες ο θησαυρός> Εγώ υπούμενος άλλοτε τον λόγον περί της λέξεως Κειμιά ,ανέφερα ότι τα ούτως εξορυσσόμενα κάρβουνα είναι τάφοι, εν εις έκειτο εντός αγγείων η τέφρα των νεκρών ήτις, ως πολλυτιμώτατον αντικείμενον δια τους ζώντας οικείους των νεκρ’ων υπήρχε κειμήλιον επιφανές και εκ του κειμηλίου παρεφθάρη η λέξις Κειμιά. Δια του ανωτέρω μύθου βεβαίως θέλουσι να εζηγήσωσιν οι ανίδεοι χωρικοί την ύπαρξην την ανορυσσομένην τούτην ανθράκεν ουδεμίαν έχοντες γνώσιν του εθίμου και δοξανιών των αρχαίων προγόνων μας. Όμοιος δε του μύθου τούτου είναι και εκείνος καθ΄όν κλέπτης τις ευρισκόμενος επί τινος συκής είδεν άνθρωπον τινα ελθόντα και κρύψαν τα παρά την ρίζαν αυτής εντός της γής παρόμοιον θησαυρόν και ότε έμελλε ν’ αναχωρήση παρήγγειλεν εις τα χρήματα να μη ευρεθύσι πρίν ή σφαγώσι επ’αυτού εννέα αδελφοί. Ο κλέπτης ήκουε πάντα, ότε δι ήθελε να λάβη τα χρήματα να μη γνωρίζυν ποιος ήναν οι εννέα αδελφοί κατέφυγαν εις τινα γραίαν, ήτις τον συνεβούλευσε και έκλαψαν εκ τινος κλύσσης εννέα νεοσσίδια και ταύτα θύσας επι του μέρους ένθα υπήρχεν ο θησαυρός ανεύρε και αφήρεσεν αυτόν.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών