Οι βοσκοί είχανε ένα βοσκό που ‘τανε φερμένος από την Κρήτη, διωγμένος από τσι Τούρκος. Αυτός ο βοσκός επαντρεύτηκε εδώ στη Μήλο κ’ είχε καμωμένο κ’ ένα γκωπέλλι. Αυτός εκεί που έμενε στον Κήπο είχε παλαιά κτήρια με μεγάλες πέτρες πελεκημένες όπου εφαινούντανε πως ήτανε παλιά πύργος. Είδε κι αυτός ένα όνειρο να σηκώση εκεί μερικές μεγάλες πέτρες και θα βρή φλουριά. Τα φλουριά αυτά είναι στοιχειωμένα και για να τα γλυτώση θα σφάξη δώδεκα αδέρφια να τα ματώση τα φλουριά. Λοιπό το όνειρο εξεκλούθηξε τρία βράδυα. Λέει τση γυναίκας του το όνειρο αυτό. Λέει του η γυναίκα του. Ν α πάς. Και πού θα βρώ δώδεκα αδέρφια να τα σφάξω για τα λεφτά. Άς λείπουνε. Η γυναίκα του λέει : Να πάς κι’ άμα τα βρής πάρε δώδεκα κλωσσόπουλλα και κόψε ( = σφάξε) τα να ματώσης τα φλουριά. Έκαμε όπως του είπε η γυναίκα doυ. Και βρήκε τα φλουριά και τα ‘κέρδισε. Ο βοσκός είπε τότες στ’αφεντικό πως εβαρέθηκε και θέλει να φύγη. Δεν του είπε πως ευρήκε φλουριά. Ευρήκε ένα καίκι πήρε την οικογένειά dου και το χρήμα κ’ έφυγε για την Κρήτη. Στο ταξίδι όμως ευρήκε ένα κλέφτικο τούρκικο και εψάξανε μέσ’ στο καίκι. Ευρήκανε τα φλουριά, τα πήρανε. Το καίκι το κλέφτικο είδε άλλο καίκι κλέφτικο κ’ εφοβήθηκε. Παίρνουνε το χρήμα και βγαίνουνε όξω σ’ένα τόπο που τον λένε : Φυρά-σπίτια. Εκειά τα ‘κρύψανε.Κατόπι έφτασε τα’άλλο καίκι κοντά και τους πήρε μαζί κ’ εφύγανε. Κ’ελέγανε τότες πως τα φλουριά αυτά είναι χωσμένα στη θέσι Φυρά σπίτια ανατολικά, αγνάdια που βγαίνει ο ήλιος.

Οι βοσκοί είχανε ένα βοσκό που ‘τανε φερμένος από την Κρήτη, διωγμένος από τσι Τούρκος. Αυτός ο βοσκός επαντρεύτηκε εδώ στη Μήλο κ’ είχε καμωμένο κ’ ένα γκωπέλλι. Αυτός εκεί που έμενε στον Κήπο είχε παλαιά κτήρια με μεγάλες πέτρες πελεκημένες όπου εφαινούντανε πως ήτανε παλιά πύργος. Είδε κι αυτός ένα όνειρο να σηκώση εκεί μερικές μεγάλες πέτρες και θα βρή φλουριά. Τα φλουριά αυτά είναι στοιχειωμένα και για να τα γλυτώση θα σφάξη δώδεκα αδέρφια να τα ματώση τα φλουριά. Λοιπό το όνειρο εξεκλούθηξε τρία βράδυα. Λέει τση γυναίκας του το όνειρο αυτό. Λέει του η γυναίκα του. Ν α πάς. Και πού θα βρώ δώδεκα αδέρφια να τα σφάξω για τα λεφτά. Άς λείπουνε. Η γυναίκα του λέει : Να πάς κι’ άμα τα βρής πάρε δώδεκα κλωσσόπουλλα και κόψε ( = σφάξε) τα να ματώσης τα φλουριά. Έκαμε όπως του είπε η γυναίκα doυ. Και βρήκε τα φλουριά και τα ‘κέρδισε. Ο βοσκός είπε τότες στ’αφεντικό πως εβαρέθηκε και θέλει να φύγη. Δεν του είπε πως ευρήκε φλουριά. Ευρήκε ένα καίκι πήρε την οικογένειά dου και το χρήμα κ’ έφυγε για την Κρήτη. Στο ταξίδι όμως ευρήκε ένα κλέφτικο τούρκικο και εψάξανε μέσ’ στο καίκι. Ευρήκανε τα φλουριά, τα πήρανε. Το καίκι το κλέφτικο είδε άλλο καίκι κλέφτικο κ’ εφοβήθηκε. Παίρνουνε το χρήμα και βγαίνουνε όξω σ’ένα τόπο που τον λένε : Φυρά-σπίτια. Εκειά τα ‘κρύψανε.Κατόπι έφτασε τα’άλλο καίκι κοντά και τους πήρε μαζί κ’ εφύγανε. Κ’ελέγανε τότες πως τα φλουριά αυτά είναι χωσμένα στη θέσι Φυρά σπίτια ανατολικά, αγνάdια που βγαίνει ο ήλιος.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Οι βοσκοί είχανε ένα βοσκό που ‘τανε φερμένος από την Κρήτη, διωγμένος από τσι Τούρκος. Αυτός ο βοσκός επαντρεύτηκε εδώ στη Μήλο κ’ είχε καμωμένο κ’ ένα γκωπέλλι. Αυτός εκεί που έμενε στον Κήπο είχε παλαιά κτήρια με μεγάλες πέτρες πελεκημένες όπου εφαινούντανε πως ήτανε παλιά πύργος. Είδε κι αυτός ένα όνειρο να σηκώση εκεί μερικές μεγάλες πέτρες και θα βρή φλουριά. Τα φλουριά αυτά είναι στοιχειωμένα και για να τα γλυτώση θα σφάξη δώδεκα αδέρφια να τα ματώση τα φλουριά. Λοιπό το όνειρο εξεκλούθηξε τρία βράδυα. Λέει τση γυναίκας του το όνειρο αυτό. Λέει του η γυναίκα του. Ν α πάς. Και πού θα βρώ δώδεκα αδέρφια να τα σφάξω για τα λεφτά. Άς λείπουνε. Η γυναίκα του λέει : Να πάς κι’ άμα τα βρής πάρε δώδεκα κλωσσόπουλλα και κόψε ( = σφάξε) τα να ματώσης τα φλουριά. Έκαμε όπως του είπε η γυναίκα doυ. Και βρήκε τα φλουριά και τα ‘κέρδισε. Ο βοσκός είπε τότες στ’αφεντικό πως εβαρέθηκε και θέλει να φύγη. Δεν του είπε πως ευρήκε φλουριά. Ευρήκε ένα καίκι πήρε την οικογένειά dου και το χρήμα κ’ έφυγε για την Κρήτη. Στο ταξίδι όμως ευρήκε ένα κλέφτικο τούρκικο και εψάξανε μέσ’ στο καίκι. Ευρήκανε τα φλουριά, τα πήρανε. Το καίκι το κλέφτικο είδε άλλο καίκι κλέφτικο κ’ εφοβήθηκε. Παίρνουνε το χρήμα και βγαίνουνε όξω σ’ένα τόπο που τον λένε : Φυρά-σπίτια. Εκειά τα ‘κρύψανε.Κατόπι έφτασε τα’άλλο καίκι κοντά και τους πήρε μαζί κ’ εφύγανε. Κ’ελέγανε τότες πως τα φλουριά αυτά είναι χωσμένα στη θέσι Φυρά σπίτια ανατολικά, αγνάdια που βγαίνει ο ήλιος.

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (EL)

Παραδόσεις

Μήλος, Πλάκα


1959




Λ. Α. αρ. 2304, σελ 251-253, Γ. Κ. Σπυριδάκη, Μήλος (Πλάκα), 1959

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.