Όταν είναι κάπου θησαυρός χωμένος, άπαξ του έτους άνωθεν του μέρους όπου ο θησαυρός, θα υψωθή στήλη φωτεινή διαρκείας ημισείας ώρας. Εάν όμως κανείς επιχειρήση να σκάψη εις το μέρος εκείνο, δια νάνακαλύψη τον θησαυρόν, είναι κίνδυνος να πάθη. Δια ν’ αποφύγωμεν τον κίνδυνον,άνωθεν του μέρους που ευρίσκεται ο θησαυρός κοσκινίζομεν στάκτην, χωρίς να περάση εκείθεν ζώσα ύπαρξις. Κατά την νύκτα το στοιχείον του θησαυρού, εις το οποίον οφείλεται ο κίνδυνος του να πάθωμεν, εξέρχεται και περιπατεί. Ούτω λοιπόν θ’αφήση ίχνη το στοιχείον, εκ των οποίων θα συμπεράνωμεν, αν είναι βούς ή πρόβατον ή άλλον ζώον ή και άνθρωπος. Εάν υποτεθή ότι το στοιχείον έχει την μορφήν προβάτου, σφάζομεν ένα πρόβατον και με το αίμα του ραντίζομεν όλο εκείνο το μέρος. Κατ’ αυτόν τον τρόπον επέρχεται ο θάνατος του στοιχείου, μαζί δε με αυτόν χάνεται και ο κίνδυνος του ν’ αποθάνωμεν.Ακολούθως σκάπτομεν και παίρνομεν τον θησαυρόν άνευ φόβου.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών