Μαράς ο θησαυρός, ευρέτη. Λέγεται επί των πολυδαπανών και πολυφάγων του Αυγούστου του 1918 ήμων εν Λάρνακι φιλοξενούμενος εν τη Μητροπόλη ευρισκομένη εις Λάρνακα κατέβαινον δε εκ Λάρνακος εν σκάλαν απέχουσαν της πρώτης 10’. Με συνόδευε μικρός υπηρέτης της Μητροπόλεως κρατών και αποσκευάς μου. Μεταξύ των δύο πόλεων εγέναντο ανασκαφαί εν αγρώ ού το χώμα εισέτι ήτο ανεστραμμένον ο μικρός υπηρέτης αμέσως μοι λέγει :<θωρείς δά ‘μαί, κύριετύρασημ πολλύμ μαράν> <είν τα θα πεί μαράς ;> - <αρκαία κουζούδικα, χρυσά δαχτυλίδια βρασ’όλια> Προφέρεται και μαυαράς, αλλά το α της παραλήγουσας προφέρεται υποκώφως. Λέξη ίσως αραβική.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών