Η bάbω μας έλεγε ότ’, όταν ήταν μικρή, δεκαεφτά χρονώ κοπέλλα, ωνειρεύθκε και παρουσιάστηκε ‘ς τόνειρο τητς κάποια γυναίκα και πήγε ‘ς τη dολίντζα ‘ς τα λημόρια κοντά και αρχήνεψε να gρατζανίζ’ με τα νύχια τητς τότες φανερώθκε μια πλάκα κι’ αυτή σήκωσε τη bλάκα κ’ έχωσε το χέρι τητς ‘ς ένα πυθάρι, που ήταν γεμάτο με φωριά και τανακάτευε. Τότες την είπεν ότι αυτά τα φωριά είναι δικά τητς τύχ’ και να τα βγάλ’ . Αλλά επειδής ήταν μικρή, φοβήθκε να πάη να σκάψ’ και δε bήγε. (λημόργια= Μνημεία, τάφους, Φωριά= φλουριά,Αι λοιπαί εκ Καβακλή και Καρυών της Θράκης παραδόσεις περί θησαυρών ουδεμίαν παρουσιάζουσι διαφοράν από τας εκ Σωζοπόλεως και Ναίμονα ( αρ. 1,2) Ο κ. Μόσχος εκ Μεσημβρία το ήκουσε παρά χωρικού Αηβλασιώτη. Περί του χωρίου βλ. Λαογρ. Γ’ σελ. 150
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών