Μια γεναίκα μια βολά πήε κ’άνοιξε την κρυφτήν της ( εκεί που βάζομε το κρασί) για να πάρη κρασί κ’ εκεί μόλις άνοιξε θωρεί αλυσίδι με φλουριά και χυνόταν στα πόια της συνέχεια, το κυμέρι (πολύ χρήμα) άλλο πράμα, μάεψε όσα εμπόρε και τα ‘[βαλε στη πούγκα της (τσέπη της) κ(αί) επήε στο σπίτι της. Εκεί όμως όταν πήε άρχισε (ν)α τα λέη και τότε πήε ‘α τα βγάλη κ’ λεγιναν κάρβουνα, έπρεπε ‘ά μη μιλήση τίποτα, γιατί άμα μιλάς και τα μολοήσης το βιός (γ)ίνεται κάρβουνο
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών