Κάποιος επήγαινενε το μεσημέρι να φέρη κλαδιά κ’ εκεί που ‘πήγαινενε βλέπει μέσ’ στα Λιβαδερά (τπνμ) ένα αράπη κ’ είχεν ένα πεύκι φλουριά και τα ‘ φύλαγενε. Αυτός δε του ‘ζήτησενε να του δώση φλουριά μόνον έπιασε τις τέσσερις γωνίες και τα ‘σήκωνενε να τα πάρη. Εκεί που πάει να τα σηκώση του δώνει ο αράπης ένα σκαμπίλι κ ‘ εγύρισενε το στόμα dου από την άλλη μεριά. Μ’ αυτό επέθανε. Ήπρεπε, σου λέει, να του ζητήση να του δώση. Πεύκι=Χαλί, τάπης
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών