Σε νύπνιασε να πάης ‘ς ένα μέρος έχει γρόσια, να πά να τα βγάλης. Θα πάης ποβραδύς σε κείνο το μέρος να κοσκινίσης στάχτη, ίσαμε το τραπέζ’ένα μέρος, θα βάλης ένα κόσκινο ποπάνου,θα το σκεπάσης μ’ένα τσουβάλι για να μη bάη και πατήσ’ καμνιά γάτα ή άλλο τίποτες. Το πρωί θα πάης να το ξεσκεπάσης, να δγής τι σουμάδια θα ν’έχ’ ποπάνου πε dή στάχτη. Χέρι θα ν’ έχ’, πόδι θα ν’ έχ, κανείνα άλλο αθρώπινι σουμάδι θα ν’ έχ’, άθρωπος συdροφιά,κείνος να χτυπήσ’ πρώτα να κάν’σταυρό κ’ ύστερα να χιρήσ’ να σκάφτη ο ήσκιος dου να ναι κεί. Αυτός ύστερα,μόνε τύχ’ και βγάλουνε τα γρόσια, ίσαμε τις σαράdα δε bάει. Άμα πάλε δγής dη στάχτη κ’ έχ’ πατημασιά κανενού ζώγου, όρνιθα είναι, πετεινός είναι, σκύλος είναι, ότ’είναι, αυτό θα πάρης να σφάξης κειπέρα. Κι άμα πάλε τύχ’ και δγής χαράκια και κουκκίδες, θέλ’να πάρης κεργιά και θυμνιάμα, ν’ανάψης τα κεργιά και να θυμνιάσης το μέρος άμα δγής σταυρό, σταυρό θα πάρης να βάλης κειπέρα. Dο gαιρό πά (που θα) παγαίνης να βγάλης γρόσια, πρέπει να μη χωρατέψης κανείναννα κι’ άθρωπο άμα έχης συdροφιά, ούλο γνευτάτα, ούλο με τα γνεψίματα θα σκάφτετε. Άμα χωρατέψης, χάνεται ο θησαυρός, ότ τίποτες έχ’, αρχαίγα, χρήματα, χάνουdαι κι’ ακούεις μ’ένα βρόdος και πάνε κάτου σκάφτεις, και κεί που σκάφτεις βρίσκεις κάρβουνα. Άμα βγάλης τα γρόσια, όσο που να πάης ‘ς το σπίτι, δε gάνει να γυρίσης πίσου να δγής. Μόνε γυρίσης και δγής, θα κακοπάθης, και κεί που βαστάς χρήματα, γλέπεις κάρβουνα. Άμα τα πάης ‘ς το σπίτι, σαράda μέρες ς’ την αράδα θα τα θυμνιάζης,για να ξορκιστή το κακό,γιατί τα γρόσια ή τα αρχαίγα, ό,τι πράματα είναι, είναι δρακοdεμένα. Κείνος, όποιος έβαλε αυτό το πράμα κεί, σκάφτοdας βάν’ και μνιά bέτρα, ένα ξύλο, ένα ζουνάρι και νοματίζ’, <’όποιος τα βγάλη, να παρουσιαστή δράκος bροστά dου>. Η πέτρα κείνη, το ξύλο… γένεται τότες αυτό πα ονοματίσ’ αυτός,φίδ’, αρκούδα, κι’άμα πάη κανείς να τα βγάλη,παρουσιάζεται και κάνει να dόνε ξεσκίση, κι’ αυτός φοβάται και παίρνει dο δρόμο και διαβαίνει.Και ‘ ς αυτόνα που τα παράχωσε, άμα πάη για να τα βγάλη, και ‘ς αυτόνα φαίνεται το στοιχειό μ’αυτός το ξέρει και λέει <πέτρα ήσανε και πέτρα να γένης> κι’αυτό τότες γένεται πέτρα και βγάν’αυτός τα γρόσια. Αυτός, που τα παραχώνει, bορεί να το πή και σε άθρωπο του σπιτιού dου, ότι ‘ς το dάδε τόπο παράχωσε γρόσια και πέτρα έβαλε για σουμάδι. Κι’ άμα πάη αυτός να τα βγάλη και πή έτσι, τα βγάζει. Πολλές φορές σε νυπνιάζει και σε γυρεύει γαίμα σε γυρεύει να πάρης το παιδί, dον αξάδρεφο σου αθρωπινό γαίμα θέλει. Τι να κάνης!δε bήγαιναν για να τα βγάλουνε και πολλοί ηύραν το μέσο παραδείματος χάρη, να χύσης γαίμα πήγαινες ένα παιδάκι λίγο γαίμα, η μύτη dου να ματώση μα κείνο το παιδί θα πεθάνη. Λίγοι το κάνουνε αυτό, όσοι δε φοβούdαι dο Θεγό. Dη Μεγάλη Πέφτη dη νύχτα, όπου έχουνε υποψία πως έχ’ γρόσια πηγαίννε και φυλάγουνε και τότες γλέπουνε να νεβαίννε και να κατεβαίννε φωτιές φτάνει τότες να προκάμης να ρήξης πάνου ένα ρούχο, πουκάμισο, σεdόν, ό,τι να ναι και να τραυήξης να φύγης σαράda αdήμνια μακριά γυρίζεις ύστερα και γλέπεις πάνου θάλασσα, ότ’ νομίσματα είναι, βγαίννε ποπάνου πε το ρούχο και τα παίρνεις, γιατί κείνα δε είναι φωτιές, μόνε είναι τα γρόσια, που τα λιχνίζει το στοιχειό. α) ‘Σ τον Αηγιάννη κάddανε μέσ’ ς’ το κελλί μνιά φαμίλια. Είχε πολλά παιδιά, είχε κ’ένα κορίτσι δώδεκα χρονώ. Αυτό το κορίτσι το νύπνιασε μέσ’ ΄ς το bαξέ που είχε σε μνιά gόχη γρόσια και να πα να τα βγάλη. Είχε και μνιάν όρνιθα μαύρη και πήγαινε απόξω πε το κελλί και φώναζε κάθε πρωί.Σκώνταν το κορίτσι το πρωί και άκουγε dήν όρνιθα που φώναζε και θαρρούσε που θελε να γεννήση. Dην έδιωχνε να πάη ‘ς τη φωλεά dης και κείνη πήγαινε ‘ς το bαξέ, ποπάνου πεκεί που dήνε νύπνιασε τότες έπιανε το κορίτσι και σκάλιζε κ’εύρικσε ένα,δυό φλουριά σε κείνο το μέρος. Λοιπόν ξεμυστηρεύτηκε το κορίτσι, το είπε dη μάννα dου, μας το είπαν και μας. Εμείς συνεννοήθκαμε, πήγαμε ποβραδύς κεί που dηνέ νύπνιασε και κοσκίνισάμε στάχτη, εβαλάμε το κόσκινο ποπάνου κι’απλωσάμε κ’ένα τσουβάλι. Ύστερα πε δυο τρείς ώρες πήγαμε και το ξεσκεπάσαμε και είδαμε κάτι σουμάδια πάνου ‘ς τη στάχτη. Ήdαν ένας σταυρός και κάτι χαράκια και κουκκίδες θαρρούσαμε κ’εμείς που ήθελε σταυρό, κεργιά και θυμνάμα.Εκανάμε έμα σταυρό πο ξύλο, πήραμε και κεργιά και θυμνιάμα και χίρσαμε να σκάφτουμε. Κείνο όμως τα χαράκια ήdανε όρνιθας ποδάρι κ’ εμείς δε dο καταλάβαμε κ’ εσκάφταμεδυό τρείς ώρες και τίποτα δε bαρουσιάζουdανε, όσο πια που ξημέρωσε και τάφκαμε για να πάμε dην άλλη νύχτα. Μα dη μέρα πήρανε χαbάρ’ η γειτονιά και το προδωσάνε ‘ς την bολίτσια και πήγανε αυτοί και φυλαγάνε κ’ έτσι δε bορέσαμε να πάμε πια κ’έμεινε το πράμα έτσι. Όμως άμα επερνάμε όρνιθα, κείνηννα που πήγαινε κάθε μέρα ποπάνου και φώναζε, θα να τα βγάλουμε. Β) Μνιά γεναίκα dήνε νύπνιασε να πάη ‘ς ένα μέρος να βγάλη γρόσια. Αυτή όμως το είπε κ’ άμα πήγε κ’έσκαψε, ηύρε ένα κουρούπι κάρβουνα και τα πήρε μαζί πε το κουρούπι και τα πήγ’ς το σπίτι dους. Ύστερα dήνε μαλωνάνε, γιατί να d οπή και γιατί το είπε dήνε νύπνιασε, γέν’κανε τα γρόσια κάρβουνα. (αdήμνια=βήματα, κόχη(κόγχη)=γωνία, Polizia it=αστυνομία, Η διήγησις αύτη (β) κατ’ανακοίνωσιν του Σωζοπολίτου πρόσφυγος Στράτη Ζουρμαλίδου).
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών