Ο Παπαζούρας με το Γεώργη το Χιώτη ευρήκανε ναι πλάκα πλουμπιστή και ποθέσανε ότι από κάτου είναι φλωριά. Φορτώθηκε ο Γεώργης την πλάκα να ντήν πάη σπίτι του. Ο Παπαζούρας έβαλε με το νού του : Τώρα που θα φύη ο Γεώργης να ντα ξεχώσω εγώ, να κρύψω καμπόσα. Κεί που σκεβότανε άκουσε το βρόντο που φύγανε τα φλωριά. Σκάβουν στερνά, και τι να ιδούν! Γλέπουν τη λαήνα ξερή και τρούπα στον κώλο. Των στοιχειωμένων χρημάτων φύλαξ και βοσκός είναι ως επί το πλείστον Αράπης, όστις περί το μεσονύκτιον εξάγει τα στοιχειωμένα χρήματα του προς βοσκήν. Πολλοί τον έχουσιν ίδη, όταν τα κυλάη με το πτύον του αμίλητος. Ιδού και δύο σχετικαί λαικαί διηγήσεις. [ Πολίτου Παραδ. Σελ. 1035 κέ.]
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών