Εκείνος όπου πάει και παραχών’ τα χρήματα ‘ς τη γής μέσα σε μνιά πέτρα ποκάτ, μαζί με τα χρήματα βάν’ ένα σκοινί και το νοματίζ’, όταν πάν να βγάλουν ’ εκίνα τα χρήματα, το σκοινί να γένεται φίδ’. Ένα ξύλο βάν’ , μια πέτρα βάν’ , και νοματίζ’, να γέν’ Αράπ’ς θα γέν’ Αράπ’ς , να γέν’ φίδ’, θα γέν’ φίδ’…. Αρκούδα, σκυλί, ότ’ το νοματίσ’, εκείνο το στοιχειό θα γέν’ να σε φοβερίξ’ να φύγ’ς και να μνήσκουν τα χρήματα. Εκείνα τα χρήματα στοιχειώνουνται τότες και δε bορεί κανείς τότες για να τα βγάν’. Κι’ ο νοικοκύρης ο ίδιος, που παραχών’ τα χρήματα για να θελήσ’ να τα βγάλ’, για να θελήσ’ να χτυπήσ’ dη πρώτ’ κασμαδιά και σε κείνον παρουσιάζεται το θεριό αυτό. Μα εκείνος ξέρ’ ότ’ είναι σκοινί και το ωνόμασε να γέν’ Αράπ’ς και λέει <σκοινί ήσουν και σκοινί να γένς>. Τότες το στοιχειό χάνεται κ’αυτός βγάν’τα χρήματα και βρίσκ’ το σκοινί απάν’ ‘ς τα χρήματα. Και άλλος ακόμα για να ξέρη ότι είναι σκοινί και να το πή έτσ’ χάνεται το στοιχειό και γένεται σκοινί και βγάν’αυτός τα χρήματα. Όταν αυτά τα χρήματα να υποθέσουμε, δε βγούνε και τα χη το στοιχειό και τα φυλάη την ημέρα, που είναι παραχωμένα, εκείν’ την ημέρα ς’ το χρόνο, την ίδια ώρα το στοιχειό τα βγάν’ και τα κοσκινίζ’. Αλλά δε φαίνονται τα λεφτά που κοσκινίζ’ φαίνεται μια φωτιά μεγάλ’ πως καίνε ξύλα ‘ς τα βουνά. Όταν τύχ’ κανείς και ιδή τη φωτιά και ξέρ’ ότ’ άλλα βράδυα δεν έγλεπε φώς κειπέρα, καταλαβαίν’ ότ’ είναι στοιχειωμένα γρόσια εκείν’ η φωτιά. Λοιπόν τότε γράφτ’ την ημερομηνία που την είδε τη φωτιά εκείνη και παίρν’ ένα κόσκινο και στάχτ’ και πηγαίν’ από βραδύς και κοσκινίζ’ dη στάχτ’ ‘ς το μέρος που είδε dη φωτιά. Το πρωί παγαίν’ και βρίσκ’ πάν’ ΄ς τη στάχτ’ πέντε’ έξη κομμάτια, γιατί dη νύχτα θα πάη το στοιχειό να τα κοσκινίσ’, κείνο το βράδ’ πάλε, ‘ς το χρόνο και θ’αφήσ’ πέντ’ έξη κομμάτια, ότι παράς είναι, ναπολεόνια είναι, μετζήτια είναι, ότι μονέδα είναι αφήν’… και ξεύρς τι λεφτά είναι. Όταν είναι τότες κανείς όπου δε φοβάται, τα βγάζ και τα παίρν’, διότι το σκοινί, αν γέν’ Αράπ’ς, πάντα είναι σκοινί δε bειράζ’ τον άνθρωπο, παρά εμείς έχουμε το αίσθημα να φοβούματσε και να φεύγουμε. Εκείνος όπου δε φοβηθή τα βγάν’, πρέπ’ όμως να μη μιλήσ’. Άμα μιλήσ’ ανοίγ’ η γής και με κουδούνισμα πάν κάτ κι΄ούτε ο δράκος θα τα ορίζ’ κι ούτε κανείς μα κι’αυτος κάτι θα πάθ’ αδύνατο! Ή θα τρελλαθή ή κουφός θα γίν, ένα κακό θα πάθ’. Και όταν τα πάρ’, πρέπ’ να πάη σαράντα βήματα,χωρίς να γυρίση πίσου για να ιδή διότι το στοιχειό πηγαίνει κατόπι και όταν γυρίση και το ιδή κακοπαθαίν’, αρρωστάει ο άνθρωπος. Όταν πάη σαράντα βήματα δεν έχ’ φόβο και να μιλήσ’ και πίσου να κυτάξ’ το στοιχειό χάνεται και να γυρίσ’ να ιδή δε γλέπ’ τίποτα. Όταν ύστερα πάη τα χρήματα ‘ς το σπίτι, πρέπει σαράντα μέρες να τα θυμνιάζ’ με λιβάν’, διότι άμα δε dα θυμνιάσ’ σαράντα μέρες, θα ονειρεύεται ‘ς τον ύπνο το στοιχειό αυτό. Έτσι απομακρύνεται το στοιχειό, και μνήσκ’ ο άνθρωπος. Έχω γω χρήματα, τα έχω παραχωμένα και είναι χρόνια πολλά εκείνα από τα χρόνια τα πολλά στοιχειώνονται. Το στοιχειό τότες φανερώνεται ς’ έναν άνθρωπο ‘ς τον ύπνο του και του λέει ότι, έχω ‘ς το τάδε μέρος, ‘ς το δέντρο κοντά τόσα χρήματα λοιπόν του λέει,ένα παιδί να κόψ’ς ή ένα παπούτσ’ να με φέρ’ς και να βγάλ’ς τα χρήματα. Φοραίς γυρεύει παπούτσ’ για ρούχο από τον τάδε άνθρωπο και κείνος ο άνθρωπος,οποιανού παπούτσ’ παρουσιάσ’, πεθαίν’. Επειδή φοβούνται που θα πεθάν’, γι’ αυτό δε πηγαίνουνε. Άμα πάη παπούτσ’ από ζωντανό όμως, όχ’ από πεθαμένο ο άνθρωπος θα πεθάν’ κι’ αυτός θα βγάλ’ τα χρήματα,ως που τα τα βγάλ’, πρέπ’ να μη μιλήσ’, όσ’ άνθρωπ’ είναι, ένας δυό, πρέπ’ να μη μιλήσνε…. ( Εγώ είμαι γέννημα ‘ς τη Βίζα, αλλά από τον πόλεμο της Ρουσίας βγήκα ‘ς την Ανατολική Ρωμυλία. Εφτά χρόνια έκαμα ‘ς την Αχελ’ω (=Αγχίαλον) και είκοσι έξη ‘ς το Ναίμονα έχω και πέντε χρόνια ‘ς την Αθήνα, είμαι εξήντα πέντε χρονώ. Δι όσα θα μας είπη ο κυρ Ευγένης λέγει ότι <τα λέν και ‘ς το Ναίμονα (χωρίον παρά την Μεσημβρίαν) και ‘ς τη Βίζα.> Εννοείται ότι δια γλωσσικάς μελέτας δεν είναι καλός οδηγός.)

Εκείνος όπου πάει και παραχών’ τα χρήματα ‘ς τη γής μέσα σε μνιά πέτρα ποκάτ, μαζί με τα χρήματα βάν’ ένα σκοινί και το νοματίζ’, όταν πάν να βγάλουν ’ εκίνα τα χρήματα, το σκοινί να γένεται φίδ’. Ένα ξύλο βάν’ , μια πέτρα βάν’ , και νοματίζ’, να γέν’ Αράπ’ς θα γέν’ Αράπ’ς , να γέν’ φίδ’, θα γέν’ φίδ’…. Αρκούδα, σκυλί, ότ’ το νοματίσ’, εκείνο το στοιχειό θα γέν’ να σε φοβερίξ’ να φύγ’ς και να μνήσκουν τα χρήματα. Εκείνα τα χρήματα στοιχειώνουνται τότες και δε bορεί κανείς τότες για να τα βγάν’. Κι’ ο νοικοκύρης ο ίδιος, που παραχών’ τα χρήματα για να θελήσ’ να τα βγάλ’, για να θελήσ’ να χτυπήσ’ dη πρώτ’ κασμαδιά και σε κείνον παρουσιάζεται το θεριό αυτό. Μα εκείνος ξέρ’ ότ’ είναι σκοινί και το ωνόμασε να γέν’ Αράπ’ς και λέει <σκοινί ήσουν και σκοινί να γένς>. Τότες το στοιχειό χάνεται κ’αυτός βγάν’τα χρήματα και βρίσκ’ το σκοινί απάν’ ‘ς τα χρήματα. Και άλλος ακόμα για να ξέρη ότι είναι σκοινί και να το πή έτσ’ χάνεται το στοιχειό και γένεται σκοινί και βγάν’αυτός τα χρήματα. Όταν αυτά τα χρήματα να υποθέσουμε, δε βγούνε και τα χη το στοιχειό και τα φυλάη την ημέρα, που είναι παραχωμένα, εκείν’ την ημέρα ς’ το χρόνο, την ίδια ώρα το στοιχειό τα βγάν’ και τα κοσκινίζ’. Αλλά δε φαίνονται τα λεφτά που κοσκινίζ’ φαίνεται μια φωτιά μεγάλ’ πως καίνε ξύλα ‘ς τα βουνά. Όταν τύχ’ κανείς και ιδή τη φωτιά και ξέρ’ ότ’ άλλα βράδυα δεν έγλεπε φώς κειπέρα, καταλαβαίν’ ότ’ είναι στοιχειωμένα γρόσια εκείν’ η φωτιά. Λοιπόν τότε γράφτ’ την ημερομηνία που την είδε τη φωτιά εκείνη και παίρν’ ένα κόσκινο και στάχτ’ και πηγαίν’ από βραδύς και κοσκινίζ’ dη στάχτ’ ‘ς το μέρος που είδε dη φωτιά. Το πρωί παγαίν’ και βρίσκ’ πάν’ ΄ς τη στάχτ’ πέντε’ έξη κομμάτια, γιατί dη νύχτα θα πάη το στοιχειό να τα κοσκινίσ’, κείνο το βράδ’ πάλε, ‘ς το χρόνο και θ’αφήσ’ πέντ’ έξη κομμάτια, ότι παράς είναι, ναπολεόνια είναι, μετζήτια είναι, ότι μονέδα είναι αφήν’… και ξεύρς τι λεφτά είναι. Όταν είναι τότες κανείς όπου δε φοβάται, τα βγάζ και τα παίρν’, διότι το σκοινί, αν γέν’ Αράπ’ς, πάντα είναι σκοινί δε bειράζ’ τον άνθρωπο, παρά εμείς έχουμε το αίσθημα να φοβούματσε και να φεύγουμε. Εκείνος όπου δε φοβηθή τα βγάν’, πρέπ’ όμως να μη μιλήσ’. Άμα μιλήσ’ ανοίγ’ η γής και με κουδούνισμα πάν κάτ κι΄ούτε ο δράκος θα τα ορίζ’ κι ούτε κανείς μα κι’αυτος κάτι θα πάθ’ αδύνατο! Ή θα τρελλαθή ή κουφός θα γίν, ένα κακό θα πάθ’. Και όταν τα πάρ’, πρέπ’ να πάη σαράντα βήματα,χωρίς να γυρίση πίσου για να ιδή διότι το στοιχειό πηγαίνει κατόπι και όταν γυρίση και το ιδή κακοπαθαίν’, αρρωστάει ο άνθρωπος. Όταν πάη σαράντα βήματα δεν έχ’ φόβο και να μιλήσ’ και πίσου να κυτάξ’ το στοιχειό χάνεται και να γυρίσ’ να ιδή δε γλέπ’ τίποτα. Όταν ύστερα πάη τα χρήματα ‘ς το σπίτι, πρέπει σαράντα μέρες να τα θυμνιάζ’ με λιβάν’, διότι άμα δε dα θυμνιάσ’ σαράντα μέρες, θα ονειρεύεται ‘ς τον ύπνο το στοιχειό αυτό. Έτσι απομακρύνεται το στοιχειό, και μνήσκ’ ο άνθρωπος. Έχω γω χρήματα, τα έχω παραχωμένα και είναι χρόνια πολλά εκείνα από τα χρόνια τα πολλά στοιχειώνονται. Το στοιχειό τότες φανερώνεται ς’ έναν άνθρωπο ‘ς τον ύπνο του και του λέει ότι, έχω ‘ς το τάδε μέρος, ‘ς το δέντρο κοντά τόσα χρήματα λοιπόν του λέει,ένα παιδί να κόψ’ς ή ένα παπούτσ’ να με φέρ’ς και να βγάλ’ς τα χρήματα. Φοραίς γυρεύει παπούτσ’ για ρούχο από τον τάδε άνθρωπο και κείνος ο άνθρωπος,οποιανού παπούτσ’ παρουσιάσ’, πεθαίν’. Επειδή φοβούνται που θα πεθάν’, γι’ αυτό δε πηγαίνουνε. Άμα πάη παπούτσ’ από ζωντανό όμως, όχ’ από πεθαμένο ο άνθρωπος θα πεθάν’ κι’ αυτός θα βγάλ’ τα χρήματα,ως που τα τα βγάλ’, πρέπ’ να μη μιλήσ’, όσ’ άνθρωπ’ είναι, ένας δυό, πρέπ’ να μη μιλήσνε…. ( Εγώ είμαι γέννημα ‘ς τη Βίζα, αλλά από τον πόλεμο της Ρουσίας βγήκα ‘ς την Ανατολική Ρωμυλία. Εφτά χρόνια έκαμα ‘ς την Αχελ’ω (=Αγχίαλον) και είκοσι έξη ‘ς το Ναίμονα έχω και πέντε χρόνια ‘ς την Αθήνα, είμαι εξήντα πέντε χρονώ. Δι όσα θα μας είπη ο κυρ Ευγένης λέγει ότι <τα λέν και ‘ς το Ναίμονα (χωρίον παρά την Μεσημβρίαν) και ‘ς τη Βίζα.> Εννοείται ότι δια γλωσσικάς μελέτας δεν είναι καλός οδηγός.)
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Εκείνος όπου πάει και παραχών’ τα χρήματα ‘ς τη γής μέσα σε μνιά πέτρα ποκάτ, μαζί με τα χρήματα βάν’ ένα σκοινί και το νοματίζ’, όταν πάν να βγάλουν ’ εκίνα τα χρήματα, το σκοινί να γένεται φίδ’. Ένα ξύλο βάν’ , μια πέτρα βάν’ , και νοματίζ’, να γέν’ Αράπ’ς θα γέν’ Αράπ’ς , να γέν’ φίδ’, θα γέν’ φίδ’…. Αρκούδα, σκυλί, ότ’ το νοματίσ’, εκείνο το στοιχειό θα γέν’ να σε φοβερίξ’ να φύγ’ς και να μνήσκουν τα χρήματα. Εκείνα τα χρήματα στοιχειώνουνται τότες και δε bορεί κανείς τότες για να τα βγάν’. Κι’ ο νοικοκύρης ο ίδιος, που παραχών’ τα χρήματα για να θελήσ’ να τα βγάλ’, για να θελήσ’ να χτυπήσ’ dη πρώτ’ κασμαδιά και σε κείνον παρουσιάζεται το θεριό αυτό. Μα εκείνος ξέρ’ ότ’ είναι σκοινί και το ωνόμασε να γέν’ Αράπ’ς και λέει <σκοινί ήσουν και σκοινί να γένς>. Τότες το στοιχειό χάνεται κ’αυτός βγάν’τα χρήματα και βρίσκ’ το σκοινί απάν’ ‘ς τα χρήματα. Και άλλος ακόμα για να ξέρη ότι είναι σκοινί και να το πή έτσ’ χάνεται το στοιχειό και γένεται σκοινί και βγάν’αυτός τα χρήματα. Όταν αυτά τα χρήματα να υποθέσουμε, δε βγούνε και τα χη το στοιχειό και τα φυλάη την ημέρα, που είναι παραχωμένα, εκείν’ την ημέρα ς’ το χρόνο, την ίδια ώρα το στοιχειό τα βγάν’ και τα κοσκινίζ’. Αλλά δε φαίνονται τα λεφτά που κοσκινίζ’ φαίνεται μια φωτιά μεγάλ’ πως καίνε ξύλα ‘ς τα βουνά. Όταν τύχ’ κανείς και ιδή τη φωτιά και ξέρ’ ότ’ άλλα βράδυα δεν έγλεπε φώς κειπέρα, καταλαβαίν’ ότ’ είναι στοιχειωμένα γρόσια εκείν’ η φωτιά. Λοιπόν τότε γράφτ’ την ημερομηνία που την είδε τη φωτιά εκείνη και παίρν’ ένα κόσκινο και στάχτ’ και πηγαίν’ από βραδύς και κοσκινίζ’ dη στάχτ’ ‘ς το μέρος που είδε dη φωτιά. Το πρωί παγαίν’ και βρίσκ’ πάν’ ΄ς τη στάχτ’ πέντε’ έξη κομμάτια, γιατί dη νύχτα θα πάη το στοιχειό να τα κοσκινίσ’, κείνο το βράδ’ πάλε, ‘ς το χρόνο και θ’αφήσ’ πέντ’ έξη κομμάτια, ότι παράς είναι, ναπολεόνια είναι, μετζήτια είναι, ότι μονέδα είναι αφήν’… και ξεύρς τι λεφτά είναι. Όταν είναι τότες κανείς όπου δε φοβάται, τα βγάζ και τα παίρν’, διότι το σκοινί, αν γέν’ Αράπ’ς, πάντα είναι σκοινί δε bειράζ’ τον άνθρωπο, παρά εμείς έχουμε το αίσθημα να φοβούματσε και να φεύγουμε. Εκείνος όπου δε φοβηθή τα βγάν’, πρέπ’ όμως να μη μιλήσ’. Άμα μιλήσ’ ανοίγ’ η γής και με κουδούνισμα πάν κάτ κι΄ούτε ο δράκος θα τα ορίζ’ κι ούτε κανείς μα κι’αυτος κάτι θα πάθ’ αδύνατο! Ή θα τρελλαθή ή κουφός θα γίν, ένα κακό θα πάθ’. Και όταν τα πάρ’, πρέπ’ να πάη σαράντα βήματα,χωρίς να γυρίση πίσου για να ιδή διότι το στοιχειό πηγαίνει κατόπι και όταν γυρίση και το ιδή κακοπαθαίν’, αρρωστάει ο άνθρωπος. Όταν πάη σαράντα βήματα δεν έχ’ φόβο και να μιλήσ’ και πίσου να κυτάξ’ το στοιχειό χάνεται και να γυρίσ’ να ιδή δε γλέπ’ τίποτα. Όταν ύστερα πάη τα χρήματα ‘ς το σπίτι, πρέπει σαράντα μέρες να τα θυμνιάζ’ με λιβάν’, διότι άμα δε dα θυμνιάσ’ σαράντα μέρες, θα ονειρεύεται ‘ς τον ύπνο το στοιχειό αυτό. Έτσι απομακρύνεται το στοιχειό, και μνήσκ’ ο άνθρωπος. Έχω γω χρήματα, τα έχω παραχωμένα και είναι χρόνια πολλά εκείνα από τα χρόνια τα πολλά στοιχειώνονται. Το στοιχειό τότες φανερώνεται ς’ έναν άνθρωπο ‘ς τον ύπνο του και του λέει ότι, έχω ‘ς το τάδε μέρος, ‘ς το δέντρο κοντά τόσα χρήματα λοιπόν του λέει,ένα παιδί να κόψ’ς ή ένα παπούτσ’ να με φέρ’ς και να βγάλ’ς τα χρήματα. Φοραίς γυρεύει παπούτσ’ για ρούχο από τον τάδε άνθρωπο και κείνος ο άνθρωπος,οποιανού παπούτσ’ παρουσιάσ’, πεθαίν’. Επειδή φοβούνται που θα πεθάν’, γι’ αυτό δε πηγαίνουνε. Άμα πάη παπούτσ’ από ζωντανό όμως, όχ’ από πεθαμένο ο άνθρωπος θα πεθάν’ κι’ αυτός θα βγάλ’ τα χρήματα,ως που τα τα βγάλ’, πρέπ’ να μη μιλήσ’, όσ’ άνθρωπ’ είναι, ένας δυό, πρέπ’ να μη μιλήσνε…. ( Εγώ είμαι γέννημα ‘ς τη Βίζα, αλλά από τον πόλεμο της Ρουσίας βγήκα ‘ς την Ανατολική Ρωμυλία. Εφτά χρόνια έκαμα ‘ς την Αχελ’ω (=Αγχίαλον) και είκοσι έξη ‘ς το Ναίμονα έχω και πέντε χρόνια ‘ς την Αθήνα, είμαι εξήντα πέντε χρονώ. Δι όσα θα μας είπη ο κυρ Ευγένης λέγει ότι <τα λέν και ‘ς το Ναίμονα (χωρίον παρά την Μεσημβρίαν) και ‘ς τη Βίζα.> Εννοείται ότι δια γλωσσικάς μελέτας δεν είναι καλός οδηγός.)

Μέγας, Γ.
Μέγας, Γ. (EL)

Παραδόσεις

Θράκη, Μεσημβρία, Βιζού


1914




Γ. Μέγας , Λαογραφία Δ', 1913-1914, σελ. 25

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.