Κάραβας. Μέρη βουνού. Μυθολογείται ότι ενταύθα ήτο άφθονον ύδωρ και επνίγη το εντεύθεν διαβαίναν ρηγόπουλο. Η δε ρήγισσα, η μήτηρ δηλονότι του ρηγοπούλου, οργισθείσα έσβυσε την πηγήν δια λέβητος έχοντος τεσσαράκοντα λαβάς. Το δ’ύδωρ μη έχου διέξοδον διέλυσεν έσωθεν την επί της πηγής προσκλίνουσα κορυφήν του όρους Κοντρί, ήτις επιπεσούσα κατέχωσε του λέβητα και την πηγήν, το δ’ύδωρ ανέβλυσε πόρρω της Λεντεκίνα. Υπάρχει τους Λεντεκαδίτους ‘ς γενικώς εν τη καθωμιτεμένη ρήμα καραβαίνω, όπερ σημαίνει διακόπτω τοι ροή του ύδατος προτιθείς πέτρα ή χώμα ώστε να λιμνάζη το ύδωρ το δε κάλυμα, όπερ προτίθεται, πέτρα ή χώμα, λέγεται κάραβος, ως το λιμνάζον ύδωρ λέγεται κάραβας ή κάραβος.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών