Η παράδοσις αύτη σώζεται όχι μόνον ενταύθα , αλλ’είς όλα τα χωρία, όσα είναι πλησίον του ρού του Σαραντοποτάμου καθ’όλον αυτού το μήκος. Την παραθέτω ως φέρεται σήμερον : < Παλαιά πάαινε ο κόσμος ούλος στον Άη Γεώργη στη χάρη του και τοκάνανε μεγάλο πανηγύρι. Απάνου στο γλέντι έβγαινε ένα στοιχειό από το βράχο και πάαινε, διάλεε το καλύτερο παλληκάρι και το τρωε. Είδε και απόειδε ο κόσμος και δεν πάαινε πλιά στο πανηύρι κανείς. Ναι βολά παρουσιάζεται ‘ς ένανε ο Α Γεώργης, (δοξαμσένη η χάρη του) και του λέει : <Για δεν πάτε στο πανηύρι ; - Δεν πάμε, του λέει, γιατί έρχεται το στοιχειό και τρώει τον καλύτερο. – Να πάτε και εγώ κάνω καλά. >Πήγανε κι αμέσως έφτασε το στοιχειό. Αμέσως παρουσιάστηκε ο Α Γεώργης με τ’άλογο καβάλλα και έβαλε το στοιχειό μπροστά με το σπαθί στο χέρι. Το γείρε τον κατήφορο κυνηγώντα. Από πίσω κει που σερνότανε η νουρά του εγινότανε χαντάκι και πάαινε το νερό κοντά. Το έφτασε στην Μπερντζοβά και το κάρφωσε με το χαντζιάρι στο στόμα και το πέρασε πέρα για πέρα. Κεί που βάρεσε το χαντζιάρι άνοιξε ο βράχος και έπεσε το στοιχειό μέσα και το ποτάμι που ερχότανε από πίσω. Από τότε έγινε το ποτάμι και από τότε πέφτει στης Μπερντζοβάς την τρούπα. (σουρνότανε= εσύρετο) [Παραλλαγή της καλαματιανής παραδόσεως περί ής βλ. Πολίτου Παραδ. Αρ. 503 και σελ. 1138κε. Λαογραφ. Δ 21,6 κε- Σ. τ.Δ]
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών