Μια βολά, λέει, ο κύρης μου εκοιμούντανε 'ς αλετρουδιό και θωρεί να ‘ναράπη κ’ εγύριξε την πέτρα και του ‘λεγε: Σήκω ‘πο ‘κεί και οι Τούρκοι έρχονται! Και ο κύρης μου του ‘κανε. – Δε μισεύγω. Ύστερα ήρθαν οι Τούρκοι κ’ εβάστανε ‘να σπαθί και τσυ ‘ξύγωνε από πίσω και τσυ ‘ποκώλωσε ‘ς το Βόλακα. Κι από ‘κειά πάει και του κάνει – Θές παράδες; λέει –Θέλω. Και του πάει ‘να σακκούλι γεμάτο παράδες. Ύστερα πάλι του λέγει. –Θές κι άλλους; Λέει – θέλω. Και πάει και του φέρνει άλλο νένα σακκούλι γεμάτο. Κι απόκειας πάλι του λέει –Θές κι άλλους; λέει –θέλω. Και του ξαπλώνει ‘να μπούλο και φεύγει.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών