Μνια φορά ‘τονε τρείς αδερφοί τι’ήταν ο γείς κουζουλός κ’είχανε τρία βούγια. Και μνιά νημέρα είπεν ο κουζουλός. –Αντέστε να μοιράσωμε να λιαλιούμε τα βούγια κι όποιο βούι ‘μπή ‘ς του πασανού το σπίτι ντου να το πάρη. Και ελιαλιούσανε τα βούγια κ’επήγαινε ‘ς του κουζουλού το σπίτι μνιά ‘ναελιά κ’εμπήκε. Και πάει να καθίξει κ’ήτρωγενε ψωμί, κ’ενεχάρασε γκ’η για ελιά κι αυτός εθάργειε πως τον επεργέλανε και του λέει. –Ακόμη δε σε ‘βαλα στο σπίτι μου κι αποδά δα με περ’γελάς ; Κι απόκειας πιάνει και τηνέ σφάζει, κ’επήγε να τηνέ πουλήση. Και ‘ς τη στράτα του ‘παντήξαν’απλατάνοι, κ’ένας ψηλός στη μέση. Και ‘ς τη στράτα του ‘παντήξαν απλατάνοι, κ’ένας ψηλός στη μέση. Και απάνω καθούντανιε κοράκοι κ’εφωνιάζανε. –Κρά, κρά ! Κι απόκειας τοζέ λέει. – Κριάς θέλετε, έ; Και πιάνει και τος τηνέ ξεφορτώνει και την αφ/νει κειά χάμαι. Κ’εκατεβήκαν όλοι οι κοράκοι κ’ετρώγανε. Και ‘ζε κάμποσες ημέρες και τοζέ γύρευγε τσυ παράδες, και δεν του τσυ ‘δώκανε και μισεύγει. Και ‘δε κάμποσες ημέρες πάλι πάει και δεν του τσυ δώκανε, και κόβγει το μεγαλύτερο ναπλάτανο, και πέφτουνε κάτω οι κοράκοι. Και στη ρίζα του πλατάνου βρίσκει να γκουρούπι λίρες και μετρά και παίρνει όσο κάν’ η γιαελιά ντου και τα’άλλες αφίνει εκειά. Και στη στράτα του παντήχνει ένας τσαούσης και του ΄πενε. –Που ήσουνε, μωρέ, παδαπέρα κουζούλακα; Λέγει. –Στω γκοράκω πήγα και εγύρευγα τσυ παράδες τσ’αλιάς μου, και πήγα προθές και δε μου τσυ δώκανε κ’εδώ πήγα και δε μου τσύ δίδανε κ’ήκοψα το μεγαλύτερο ναπλάτανο κ’ηύρηκα ‘να γκουρούπι λίρες κ’εμέτρησα κ’ήπηρα όσο κάν’ η για ελιά μου και τσ’άλλες ήφηκα ‘κειά. Ύστερα πιάνει μια Χαράκα και τηνέ παίξει του τσαούση και τονέ σκοτώνει. Κι απόκειας πάει και τονέ ρίχνει ‘ς ένα μπηγάιδι μέσα, κι απόκειας πάει ‘ς το χωργιό και το λέγει τ’αδερφού ντου. Του το λέει και πάει και βγαίνει τον τσαούση και τονε χώνει. Και πίανει ‘να γκριγιό και του βγάνει τη μπροβγιά ντου κι απόκειας τονέ κάνει τέσσερα κομμάτια και τονε ρίχνει ‘κειά μέσα ‘ς το πηγάιδι που ‘ταν ο τσαούσης. Κι απόκειας πάει και παίρνει και το κουρούπι τσυ λίρες όλες. Κι ο κουζουλός εγύριζε και το λεγε πως εσκότωσε τον τσαούση. Μνιά νημέρα πήγαν όλοι κ’εξανοίξανε και είδανε το γκριγιό τέσσερα κομμάτια και του ‘λέγανε. –Εσάς ο τσαούσης κέρατά ‘χενε ; Κι απόκειας πήραν όλοι κ’επήγαν ‘ς τα σπίτια τους.

Μνια φορά ‘τονε τρείς αδερφοί τι’ήταν ο γείς κουζουλός κ’είχανε τρία βούγια. Και μνιά νημέρα είπεν ο κουζουλός. –Αντέστε να μοιράσωμε να λιαλιούμε τα βούγια κι όποιο βούι ‘μπή ‘ς του πασανού το σπίτι ντου να το πάρη. Και ελιαλιούσανε τα βούγια κ’επήγαινε ‘ς του κουζουλού το σπίτι μνιά ‘ναελιά κ’εμπήκε. Και πάει να καθίξει κ’ήτρωγενε ψωμί, κ’ενεχάρασε γκ’η για ελιά κι αυτός εθάργειε πως τον επεργέλανε και του λέει. –Ακόμη δε σε ‘βαλα στο σπίτι μου κι αποδά δα με περ’γελάς ; Κι απόκειας πιάνει και τηνέ σφάζει, κ’επήγε να τηνέ πουλήση. Και ‘ς τη στράτα του ‘παντήξαν’απλατάνοι, κ’ένας ψηλός στη μέση. Και ‘ς τη στράτα του ‘παντήξαν απλατάνοι, κ’ένας ψηλός στη μέση. Και απάνω καθούντανιε κοράκοι κ’εφωνιάζανε. –Κρά, κρά ! Κι απόκειας τοζέ λέει. – Κριάς θέλετε, έ; Και πιάνει και τος τηνέ ξεφορτώνει και την αφ/νει κειά χάμαι. Κ’εκατεβήκαν όλοι οι κοράκοι κ’ετρώγανε. Και ‘ζε κάμποσες ημέρες και τοζέ γύρευγε τσυ παράδες, και δεν του τσυ ‘δώκανε και μισεύγει. Και ‘δε κάμποσες ημέρες πάλι πάει και δεν του τσυ δώκανε, και κόβγει το μεγαλύτερο ναπλάτανο, και πέφτουνε κάτω οι κοράκοι. Και στη ρίζα του πλατάνου βρίσκει να γκουρούπι λίρες και μετρά και παίρνει όσο κάν’ η γιαελιά ντου και τα’άλλες αφίνει εκειά. Και στη στράτα του παντήχνει ένας τσαούσης και του ΄πενε. –Που ήσουνε, μωρέ, παδαπέρα κουζούλακα; Λέγει. –Στω γκοράκω πήγα και εγύρευγα τσυ παράδες τσ’αλιάς μου, και πήγα προθές και δε μου τσυ δώκανε κ’εδώ πήγα και δε μου τσύ δίδανε κ’ήκοψα το μεγαλύτερο ναπλάτανο κ’ηύρηκα ‘να γκουρούπι λίρες κ’εμέτρησα κ’ήπηρα όσο κάν’ η για ελιά μου και τσ’άλλες ήφηκα ‘κειά. Ύστερα πιάνει μια Χαράκα και τηνέ παίξει του τσαούση και τονέ σκοτώνει. Κι απόκειας πάει και τονέ ρίχνει ‘ς ένα μπηγάιδι μέσα, κι απόκειας πάει ‘ς το χωργιό και το λέγει τ’αδερφού ντου. Του το λέει και πάει και βγαίνει τον τσαούση και τονε χώνει. Και πίανει ‘να γκριγιό και του βγάνει τη μπροβγιά ντου κι απόκειας τονέ κάνει τέσσερα κομμάτια και τονε ρίχνει ‘κειά μέσα ‘ς το πηγάιδι που ‘ταν ο τσαούσης. Κι απόκειας πάει και παίρνει και το κουρούπι τσυ λίρες όλες. Κι ο κουζουλός εγύριζε και το λεγε πως εσκότωσε τον τσαούση. Μνιά νημέρα πήγαν όλοι κ’εξανοίξανε και είδανε το γκριγιό τέσσερα κομμάτια και του ‘λέγανε. –Εσάς ο τσαούσης κέρατά ‘χενε ; Κι απόκειας πήραν όλοι κ’επήγαν ‘ς τα σπίτια τους.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Μνια φορά ‘τονε τρείς αδερφοί τι’ήταν ο γείς κουζουλός κ’είχανε τρία βούγια. Και μνιά νημέρα είπεν ο κουζουλός. –Αντέστε να μοιράσωμε να λιαλιούμε τα βούγια κι όποιο βούι ‘μπή ‘ς του πασανού το σπίτι ντου να το πάρη. Και ελιαλιούσανε τα βούγια κ’επήγαινε ‘ς του κουζουλού το σπίτι μνιά ‘ναελιά κ’εμπήκε. Και πάει να καθίξει κ’ήτρωγενε ψωμί, κ’ενεχάρασε γκ’η για ελιά κι αυτός εθάργειε πως τον επεργέλανε και του λέει. –Ακόμη δε σε ‘βαλα στο σπίτι μου κι αποδά δα με περ’γελάς ; Κι απόκειας πιάνει και τηνέ σφάζει, κ’επήγε να τηνέ πουλήση. Και ‘ς τη στράτα του ‘παντήξαν’απλατάνοι, κ’ένας ψηλός στη μέση. Και ‘ς τη στράτα του ‘παντήξαν απλατάνοι, κ’ένας ψηλός στη μέση. Και απάνω καθούντανιε κοράκοι κ’εφωνιάζανε. –Κρά, κρά ! Κι απόκειας τοζέ λέει. – Κριάς θέλετε, έ; Και πιάνει και τος τηνέ ξεφορτώνει και την αφ/νει κειά χάμαι. Κ’εκατεβήκαν όλοι οι κοράκοι κ’ετρώγανε. Και ‘ζε κάμποσες ημέρες και τοζέ γύρευγε τσυ παράδες, και δεν του τσυ ‘δώκανε και μισεύγει. Και ‘δε κάμποσες ημέρες πάλι πάει και δεν του τσυ δώκανε, και κόβγει το μεγαλύτερο ναπλάτανο, και πέφτουνε κάτω οι κοράκοι. Και στη ρίζα του πλατάνου βρίσκει να γκουρούπι λίρες και μετρά και παίρνει όσο κάν’ η γιαελιά ντου και τα’άλλες αφίνει εκειά. Και στη στράτα του παντήχνει ένας τσαούσης και του ΄πενε. –Που ήσουνε, μωρέ, παδαπέρα κουζούλακα; Λέγει. –Στω γκοράκω πήγα και εγύρευγα τσυ παράδες τσ’αλιάς μου, και πήγα προθές και δε μου τσυ δώκανε κ’εδώ πήγα και δε μου τσύ δίδανε κ’ήκοψα το μεγαλύτερο ναπλάτανο κ’ηύρηκα ‘να γκουρούπι λίρες κ’εμέτρησα κ’ήπηρα όσο κάν’ η για ελιά μου και τσ’άλλες ήφηκα ‘κειά. Ύστερα πιάνει μια Χαράκα και τηνέ παίξει του τσαούση και τονέ σκοτώνει. Κι απόκειας πάει και τονέ ρίχνει ‘ς ένα μπηγάιδι μέσα, κι απόκειας πάει ‘ς το χωργιό και το λέγει τ’αδερφού ντου. Του το λέει και πάει και βγαίνει τον τσαούση και τονε χώνει. Και πίανει ‘να γκριγιό και του βγάνει τη μπροβγιά ντου κι απόκειας τονέ κάνει τέσσερα κομμάτια και τονε ρίχνει ‘κειά μέσα ‘ς το πηγάιδι που ‘ταν ο τσαούσης. Κι απόκειας πάει και παίρνει και το κουρούπι τσυ λίρες όλες. Κι ο κουζουλός εγύριζε και το λεγε πως εσκότωσε τον τσαούση. Μνιά νημέρα πήγαν όλοι κ’εξανοίξανε και είδανε το γκριγιό τέσσερα κομμάτια και του ‘λέγανε. –Εσάς ο τσαούσης κέρατά ‘χενε ; Κι απόκειας πήραν όλοι κ’επήγαν ‘ς τα σπίτια τους.

Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν.
Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν. (EL)

Παραδόσεις

Κρήτη, Ρωγδιά


1908




Ι. Ν. Ζωγραφάκη, Δημ. Αναλ. Ρωγδιάς Κρήτης, Ελλην. Φιλ. Συλ. Κων/πόλεως, 31 (1907 – 1908), σελ. 121-122

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.