Μια στο χωριό, όπως τώρα καλή ώρα θάρθη το σπαρτό, αυτή επήγε ν’αχερίση τζ ζουντόβολά της, τα’αχέρισε και πήγε για νερό στη βρύση. Ήτανε νύχτα και κεί που πήγε ήταν έξω απ’το χωριό στη βρύση πόφτασε, της παρησιάζεται ένα βόιδι κι’ έμοιαζε με το δικό της, που τούβαλε άχερο και τ’άφησε στ’αχούρι. Επήρε νερό και μόλις είδε το βόιδι, βγάζει τη ζώστρα της-γιατί παλαιικά οι γριές φορήγανε κόκκινες ζώστρες κι έδεσε το βόιδι, νόμισε πως ήταν δικό της. Το τράβαγε κεί που πήγαινε και κείνη, μα μόλις πλησίασε στο χωριό, αυτό δεν ήτανε βόιδι, ήταν στοιχειό ελύθηκε κι εχάθηκε και πήγαινε σούρνοντα αποπίσω η ζώστρα. Ετότε εκείνη κατάλαβε, ότι αυτό δεν ήταν το βόιδί της, κάτι άλλο θα ήταν k’είπε : ‘θα πάω στο σπίτι να ιδώ, θα βρώ το βόιδι ; μην εβγήτε’’ πήγε στο σπίτι και βρήκ’ εκεί το βόιδ’ πως κι αυτό το άλλο ήτανε στοιχειό και μόλις ζύγωσε το χωριό εχάθη.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών