Αναφέρομν ενταύθα παράδοσιν, όπως την ηκούσαμεν εν αγία Ρουμέλη Σφακίων. Την πρώτη φορά, που μπήκασι(ν) οι Τούρκοι ‘ς το χωριό μας, μερικοί χωριανοί εκατέβασαν από το καμπαναριό τς αγίας Τριάδος τη μεγάλη καμπάνα και εκάμασι(ν) ένα λάκκο βαθύ και τηνέ θάψασι να μη λάχη και τηνέ βρούσιν οι Τούρκοι και τήνε σπάσουσι. Σαν ησύχασεν ο τόπος κ’εγαείρανε οι μουτήδες ‘ς το χωριό, εστάξανε τα σπίτια και χτίσασι και την εκκλησία. Ύστερις ρχέξασι να σκάφτουσι για να βρούσι τη καμπάνα πάλι, μα πράμα. Τη νύχτα τήνε γροικούσασι κ’εχτύπα. Αρχίξασι πάλι την άλλη μέρα να ζητούσι επά κ’εκεί, μα πάλι δεν ευρήκασι τίποτις. Η καμπάνα ήτανε στοιχειωμένη κ’ εγώ-ί-ντον από-θα-την πρωτοβρή, γιατί ά δε κατέχη να διαβάση την Σπλομονικήν, θα ποθάνη. Κι ακόμη κάθε βράδυ χτυπά, μα το χτύπο της δεν τονέ γροικούνε όλοι, γιατί ναι στοιχειωμένη.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών