Εκεί στο ρέμμα που περνάμε για να πάμε στου Γρίζι, πνίγηκε κάποιος κι από τότε βαστάει ο τόπος. Ήτονε γιατρός και τον είχανε πάρει να ιδή κάποιον αρρωστόνε και τόνε φέρνανε πίσω με τα’άλογο. Είχε κάνει χειμώνα βαρύ εκείνες τις ημέρες και το ποτάμι είχε κατεβάσει πολύ νερό. Τον έφερε λοιπόν το παιδί ως το ποτάμι κι εκεί, όχι να τον περάση τον άνθρωπο από την άλλη μεριά, παρά τον άφκε να περάση μόνος του. Εκείνος δεν ήξερε από πού να πάη και μόλις μπήκε μέσα στο νερό τον επήρε το ποτάμι και τον επήγε πέρα σε κάτι πέτρες κι εκεί τον χτύπησε και τον έκανε κομμάτια. Εκείνες οι πέτρες όπου έμεινε το αίμα του, που έμεινε η ψυχή του του ανθρώπου, στοιχειώσανε και τον ακούνε πότε να βογγάη και πότεμνα χουχουλιέται. Εγώ τον είχα ακούσει πολλές φορές και δεν ήθελα να πάω να πλένω όντας μ’έστελνε η μάννα μου.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών