Τούτο δω το σπίτι παρακάτω ήτονε το κονάκι του αγά και ίσαμε δυό χρόνια - τρία το είχαν αφημένο όπως βρισκότανε από τον καιρό του αγά. Λένε λοιπόν πως το σπίτι εκείνο εβάσταγε, παρουσιαζόταν αίμα, γιατί , όπως τόχουμε εμείς συνήθειο, όταν χτένουμε σπίτι να σφάζουμε ένα αρνί, ένα βουβαλόπλο, για να ματώση η πέτρα, έτσι οι Τούρκοι σφάζανε ένα Χριστιανό. Κάποτε είχανε πάει να κοιμηθούμε εκεί και το πρωί η μάννα μου βλέπει το γιλέκι του πατέρα μου και ήτονε ούλο αίματα, δίχως να έχη ακουμπισμένο πουθενά. Άλλη μια μέρα πάλι τηράει και ήτονε το τσεπί (το κέρατο) του βωδιού ούλο ματωμένο και άχνιζε. Άλλη μια βολά πάλι κοιμήθηκα εγώ εκεί και ξυπνάω και βλέπω το προσκεφαλό μου ούλο αίματα και το χέρι μου, όπως είχα ακουμπισμένο το κεφάλι μου, ματωμένο. Κι άλλα πράματα παρησιαζόντανε σ’αυτό το σπίτι. Έκλειγες τα παράθυρα, ανοίγανε. Πάλι τα ξανάκλειγες, πάλι ανοίγανε. Κάποια φορά κοιμήθηκε η μητέρα μου κι έμεινε πιασμένη έξη μήνες και της είπε ένας καλόγερος που είναι το σπίτι στοιχειωμένο και να μην ξαναπάη. Τώρα το καινουργγώσανε το σπίτι, διαβάσαν αγιασμό κι από τότε δε βαστάει πια.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών