Περί του παρά το χωρίον Μάρκαση κεφαλαριού, ούτινος τα ύδατα δι όλου του έτους και άνευε προφανούς εξωτερικής επιδράσεως ανά πάν εικοσιτετράωρον και μίαν ώραν διαλείπουσι κατά το πλείστον, μετά δε την πάροδον της ώρας, η εκροή βαθμαίως επανέρχεται εις το άρτιον μυθεύουσιν οι περίοικοι τα επόμενα. ‘Ησανε δύο στοιχειά σαν άλογα, το ένα κόκινο και τα’άλλο ψαρί και κάθε ημέρα επαλεύανε ποιο να νικήση το άλλο. Εκεί κοντά ήτανε κ’ένας βρικόλος με τα βόδια του. Μια ημέρα το ένα στοιχειό βρίσκει το βρικόλο και του λέει <Βοήθα με να κάμω ζάπι τα’άλλο στοιχειό. Σφάξ’ τη μαρμαρογελάδα, βγάλ’ το ξύγκι κάν’το τόπια και την ώρα που θα παλεύω με τ’άλλο στοιχειό εσύ θα τον χτυπάς με τα τόπια, το στοιχειό θα φυλάγετ’, εγώ θα τρώ το ξύγκι θα δυναμώνω και θα τον ζαπίσω. Αν κάμης κατά που σου λέω εγώ τα γελάδια σου θαν τα κάμω πολλά.> Έκαμ’ ο βρικόλος κατά που του είπε το στοιχειό και το ένα στοιχειό ενίκησε τ’ άλλο. Τώρα το στοιχειό βάνει το πόδι του προστά κι αμποδίζει το νερό να βγαίνη. Σηκώνει το πόδι του απολύεται το νερό. Η παράδοσις ενώ προσωποποιεί τα δυό στοιχειά είς ίππους, διαφόρου χρωματισμού, ών το έτερον διαλέγεται μετά βουκόλου, ζητεί την συνδρομήν του, και υποδεικνύει τον τρόπον ταύτης, είναι ατελής, διότι δεν διευκρινεί αν το κόκινο άλογο ή το ψαρί ενίκησε. Τα δυό στοιχειά εικάζω ότι εκπροσωπούσι δύο κεφαλάρια παρακείμενα, ών το έν εστείρευσε, των δια τούτου εκρεόντων υδάτων, εκρεόντων δια του ετέρου. Πιθανώς το κόκκινο άλογο εκπροσωπεί πηγήν υδάτων ερυθροβαφών, ένεκα της ερυθράς αργίλου, ής μόρια πιθανώς παρέσυρε κατά την υπόγειον διαρροήν του, το δε ψάρι εφαντάσθησαν ούτω δια την φαινομενικήν χροιάν του ύδατος κατά το στόμιον της εκροής. Περί των στοιχειών εν Τρικάλοις της Κορινθίας, φέρεται και το εξής παραμύθι : Μια φορά ήσαν δυό αδέρφια φτωχά και σαν φτωχά που ήσαν, εβάλανε ψωμί ‘ςστι ταγάρι και πάνε ‘ςτην ξενιτειά για να βρούν δουλειά. Πήγανε πήγανε, κ’ένα μεσημέρι εκαθήσανε ‘ςτον ήσκιο σε κάτι κλαριά κοντά σε μια ποταμιά, όσο να περάση το μεσημέρι. Έφαγαν ότ’είχανε, ο τρανύτερος έπεσε κοιμήθη, κι ο άλλος ο μικρότερος πήγε κεί που γούρνιαζε το ποτάμι κι άκουγε τους φορδάκους. Ξυπνάει ο τρανύτερος και του λέει. <Σήκω, ρε κουτέ, να πάμε δουλειά μας. –Δεν έρχουμαι , του λέει ο μικρότερος που ήταν και κουτός. –Τι θα κάνης εδώ ; τον ρωτάει ο τρανύτερος. –Θα κάτσω να μάθω τη γλώσσα των φορδάκων> Του είπε του ξανάειπε ο τρανύτερος και σαν δεν άκουσ’ ο μικρότερος, τον εμούντζωσε και πάει δουλειά του, ο άλλος έμεινε ‘ς το ποτάμι. Πήγε πήγε ο τρανός, και μια βραδειά σαν ενύχτωσε και δεν είχε που να κοιμηθή, είδ’ έναν πύργο σε μια ερμιά και πήγε. Τον ρωτάνε, ποιος είναι , πούθ’ έρχεται και τι δουλειά ξέρει, τους είπε κοντά ‘ςτ’ άλλα πως είναι γιατρός. <Ορίστ’ απάνω, του λένε. Είναι κι ο αφέντης μας άρρωστος> Λέπει τον άρρωστο, τον ρωτάει τι έχει <Τι να χω; Του λέει ο άρρωστος έχω ένα φόρδακα ‘ςτην κοιλιά μου μπορείς να με κάνης καλά ; - Μπορώ και παραμπορώ> του λέει χωρίς να ξέρη πως ο άρρωστος ήτανε στοιχειό, <Να βρής έναν άνθρωπο, να τον φάς και θα γίνης καλά.>Το στοιχειό χωρίς να χάση καιρό, του λέει. <Και που θα βρώ άλλονε από σένα ;> και χάπ τον έκαμε μια χαψιά. Έτσι την έπαθε το νοητάκι και πάει. Τ’άλλο το μιρκότερο τ’αδέρφι, σαν έμαθε καλα΄τη γλώσσα των φορδάκων, έφυγ’ απ’το ποτάμι και δρόμο, τι έγιν’ ο αδερφός του. Κατά τύχη πέρασε τον ίδιο πύργο, που ήταν το στοιχειό άρρωστο χωρίς να ξέρη πως ‘ςτον π΄΄υργο κάθετο στοιχειό. Τον ρωτάνε απ’τον πύργο ποιος είναι πούθ’ έρχεται και τι τέχνη ξέρει, και τους λέει με λέν έτσι, έρχομ’ απτό που και ξέρω και κουβεντιάζω με τους φορδάκους.> Τον ανεβάζουν ‘ςτο πύργο, και τον πάνε ‘ςτο στοιχειό που ήτανε άρρωστο. Το ρωτάει το στοιχειό τι έχει; Το στοιχειό του λέει. <Έχω το και το. Μπορείς να με γιατρέψης; -Μπορώ και παραμπορώ,> αρχινάει να μιλή την γλώσσα των φορδάκων, του μιλάει ο φόρδακας που ήταν μέσα ‘ςτη κοιλιά του στοιχειού. <Έλα όξω> του λέει, ο φόρδακας εβγήκε και το στοιχειό έγινε καλά. Έτσ’ εγλύτωσ’ απ’το στοιχειό, τον φόρτωσε το στοιχειό με φλωριά κ’ εκαθήσανε κείνος καλά κ’ εμείς καλύτερα.> Γενικώτερον δε εν Τρικάλοις και τοις περιχώροις κρατεί η δημώδης πρόληψις, ότι τα στοιχειά έχουν ωρισμένην περιφέρειαν διαμονής εις ερημιαίς, σπηλιαίς, είς ρεματιαίς, λαγκάδια, ρουμάνια, σπίτια ακατοίκητα ή πύργους, δι’ ο και λέγουσι <κρατεί το λάβωμα, ο οξαποδός, ή ο τρισκατάρατος.> Ότι τα στοιχειά βγαίνουν τα πέρουρα της νύχτας, και χάνουνται άμα κράξουν τα κοκόρια. Το στοιχειό, πότε μπουγαλίζει σαν βόιδι, πότε βελάζει σαν γίδα ή κατσίκι, πότε φαίνεται σαν αλπού ή λαγός, πότε κλαίει σαν μικρό παιδί. Ειδικώτερον το στοιχειό έν τινι ρεύματι εις το άκρον της μεσαίας συνοικίας των Τρικάλων φαίνεται σαν πατερό επιμήκης δοκός και εις την παρά τα πρόθυρα των Τρικάλων θέσιν Σπηλιαίς,πολλοί το είδανε να πίνη τσιγάρο. Το στοιχειό όποιος τα’απαντήση αν βαστάει άρμα πρέπει νάν του ρήξη με το ζερβί και τότε φεύγει το στοιχειό. Αν του ρήξη με το δεξί τίποτα δεν του κάνει και θαν τον ξεράνη. Το στοιχειό εις τα σπίτια και τους πύργους γίνετ’ όντας ο πρωτομάστορης που θα χτίση το θεμέλιο, καρφώση τον ήσκιο ‘ςτα θεμέλια, τότ’ ο πρωτομάστορης αν θέλη να κάμη το κακό πετάει ένα λιθάρι απάνω ‘ςτον ήσκιο και τον καρφώνει. Δένδρα μεμονωμένα και πελώρια, ουχί τα παρά ναοίς ή ερημοκκλησίοις, λέγουν πως είναι στοιχειωμένα, και ουδείς τολμά να τα κόψη, γιατ΄όποιος τα κόψη θα τον πινίξη το στοιχειό. Επίσης εν Τρικλακοις πιστεύεται παρά του λαού ότι <όποιος φυτέψει ‘ςτον κήπο του μηλιά, καρυά, κερασιά, και το κλαρί μεγαλώση πολύ, και αρρωστήση και κείνος που το φύτεψε, κόβουν σύρριζα το κλαρί για να μην πεθάνη ο άρρωστος, γιατί το κλαρί που φύτεψε εστοίχειωσε> Τα στοιχειά εν γένει ο λαός των Τρικάλων δεν συγχέει με τους Αράπηδες, τοις Νεράιδες, τοις Μπουμπούλαις, τοίς Καλαμοδόντες, αν και όλα ονομάζει γενικώς Ξωτικά. [Παραλλαγήν της παραδόσεως περί της πάλης των στοιχειών εκ του αυτού χωρίου Μάρκαση εδημοσίευσα εν Παραδός. αρ. 495. Βλ. και όσα εσημείωσα περί της πάλης των στοιχειών και της δια στεατίνων σφαιρών βαλλομένων υπό ανθρώπου καταπολεμήσεως του αντιπάλου αυτ. σελ. 1117 κε. Και Λαογραφ. Β σελ. 698. Περί της κατοικίας των στοιχειών βλ. Παραδός σελ. 1115. Περί των μορφών αυτών αυτ. Περί του πυροβολισμού των στοιχειών δια της αριστεράς χειρός αυτ αρ. 496.500. Παράδοσιν των Τρικάλων περί επιφάνειας ‘ς το μεσανό μαχαλά των Τρικάλων Αράπη βαστάζσντας εις τον ώμον ένα μεγάλο δοκάρι βλ. αυτ. αρ. 433. Περί των στοιχειωμένων δένδρων βλ. αυτ. σελ 916-7. Περί του συνδέσμου της ζωής του φυτεύσαντος δένδρον και της αναπτύξεως τούτου βλ. την την παράδοσιν των Τρικάλων αυτ. αρ. 325 και όσα εσημείωσα εν σελ. 918.- Το παραμύθιον των Τρικάλων φέρεται εις πολλάς παραλλαγάς και παρ’ημίν και παρ’ άλλοις λαοίς (Αntti Aarne Marchentypen ar. 671). Tο ιδιάζον εις την παραλλαγήν ταύτην είναι ότι ο ασθενής είναι στοιχειό. –Σ.τ.Δ] (Το στοιχειό του Γκούρα= Βλ. Λαογραφ Α’ σελ. 330-1, ψαρί= έχον τρίχωμα ανάμικτον εκ λευκών και μελαίνων τριχών, βρικόλος=βουκόλος, ζάπι= να υποτάξω Λ.αραβ. και τουρκ. Zabt =διοίκησις, κατάσχεσις, δήμευσις. Ξύγκι= λίπος κυρίως η διπλόη, ήτις λέγεται και ξυγκιά ή μαντήλι. [Λατ. Axungium] τόπια= σφαίρα.Λ. τουρκ. Τόπ.]

Περί του παρά το χωρίον Μάρκαση κεφαλαριού, ούτινος τα ύδατα δι όλου του έτους και άνευε προφανούς εξωτερικής επιδράσεως ανά πάν εικοσιτετράωρον και μίαν ώραν διαλείπουσι κατά το πλείστον, μετά δε την πάροδον της ώρας, η εκροή βαθμαίως επανέρχεται εις το άρτιον μυθεύουσιν οι περίοικοι τα επόμενα. ‘Ησανε δύο στοιχειά σαν άλογα, το ένα κόκινο και τα’άλλο ψαρί και κάθε ημέρα επαλεύανε ποιο να νικήση το άλλο. Εκεί κοντά ήτανε κ’ένας βρικόλος με τα βόδια του. Μια ημέρα το ένα στοιχειό βρίσκει το βρικόλο και του λέει <Βοήθα με να κάμω ζάπι τα’άλλο στοιχειό. Σφάξ’ τη μαρμαρογελάδα, βγάλ’ το ξύγκι κάν’το τόπια και την ώρα που θα παλεύω με τ’άλλο στοιχειό εσύ θα τον χτυπάς με τα τόπια, το στοιχειό θα φυλάγετ’, εγώ θα τρώ το ξύγκι θα δυναμώνω και θα τον ζαπίσω. Αν κάμης κατά που σου λέω εγώ τα γελάδια σου θαν τα κάμω πολλά.> Έκαμ’ ο βρικόλος κατά που του είπε το στοιχειό και το ένα στοιχειό ενίκησε τ’ άλλο. Τώρα το στοιχειό βάνει το πόδι του προστά κι αμποδίζει το νερό να βγαίνη. Σηκώνει το πόδι του απολύεται το νερό. Η παράδοσις ενώ προσωποποιεί τα δυό στοιχειά είς ίππους, διαφόρου χρωματισμού, ών το έτερον διαλέγεται μετά βουκόλου, ζητεί την συνδρομήν του, και υποδεικνύει τον τρόπον ταύτης, είναι ατελής, διότι δεν διευκρινεί αν το κόκινο άλογο ή το ψαρί ενίκησε. Τα δυό στοιχειά εικάζω ότι εκπροσωπούσι δύο κεφαλάρια παρακείμενα, ών το έν εστείρευσε, των δια τούτου εκρεόντων υδάτων, εκρεόντων δια του ετέρου. Πιθανώς το κόκκινο άλογο εκπροσωπεί πηγήν υδάτων ερυθροβαφών, ένεκα της ερυθράς αργίλου, ής μόρια πιθανώς παρέσυρε κατά την υπόγειον διαρροήν του, το δε ψάρι εφαντάσθησαν ούτω δια την φαινομενικήν χροιάν του ύδατος κατά το στόμιον της εκροής. Περί των στοιχειών εν Τρικάλοις της Κορινθίας, φέρεται και το εξής παραμύθι : Μια φορά ήσαν δυό αδέρφια φτωχά και σαν φτωχά που ήσαν, εβάλανε ψωμί ‘ςστι ταγάρι και πάνε ‘ςτην ξενιτειά για να βρούν δουλειά. Πήγανε πήγανε, κ’ένα μεσημέρι εκαθήσανε ‘ςτον ήσκιο σε κάτι κλαριά κοντά σε μια ποταμιά, όσο να περάση το μεσημέρι. Έφαγαν ότ’είχανε, ο τρανύτερος έπεσε κοιμήθη, κι ο άλλος ο μικρότερος πήγε κεί που γούρνιαζε το ποτάμι κι άκουγε τους φορδάκους. Ξυπνάει ο τρανύτερος και του λέει. <Σήκω, ρε κουτέ, να πάμε δουλειά μας. –Δεν έρχουμαι , του λέει ο μικρότερος που ήταν και κουτός. –Τι θα κάνης εδώ ; τον ρωτάει ο τρανύτερος. –Θα κάτσω να μάθω τη γλώσσα των φορδάκων> Του είπε του ξανάειπε ο τρανύτερος και σαν δεν άκουσ’ ο μικρότερος, τον εμούντζωσε και πάει δουλειά του, ο άλλος έμεινε ‘ς το ποτάμι. Πήγε πήγε ο τρανός, και μια βραδειά σαν ενύχτωσε και δεν είχε που να κοιμηθή, είδ’ έναν πύργο σε μια ερμιά και πήγε. Τον ρωτάνε, ποιος είναι , πούθ’ έρχεται και τι δουλειά ξέρει, τους είπε κοντά ‘ςτ’ άλλα πως είναι γιατρός. <Ορίστ’ απάνω, του λένε. Είναι κι ο αφέντης μας άρρωστος> Λέπει τον άρρωστο, τον ρωτάει τι έχει <Τι να χω; Του λέει ο άρρωστος έχω ένα φόρδακα ‘ςτην κοιλιά μου μπορείς να με κάνης καλά ; - Μπορώ και παραμπορώ> του λέει χωρίς να ξέρη πως ο άρρωστος ήτανε στοιχειό, <Να βρής έναν άνθρωπο, να τον φάς και θα γίνης καλά.>Το στοιχειό χωρίς να χάση καιρό, του λέει. <Και που θα βρώ άλλονε από σένα ;> και χάπ τον έκαμε μια χαψιά. Έτσι την έπαθε το νοητάκι και πάει. Τ’άλλο το μιρκότερο τ’αδέρφι, σαν έμαθε καλα΄τη γλώσσα των φορδάκων, έφυγ’ απ’το ποτάμι και δρόμο, τι έγιν’ ο αδερφός του. Κατά τύχη πέρασε τον ίδιο πύργο, που ήταν το στοιχειό άρρωστο χωρίς να ξέρη πως ‘ςτον π΄΄υργο κάθετο στοιχειό. Τον ρωτάνε απ’τον πύργο ποιος είναι πούθ’ έρχεται και τι τέχνη ξέρει, και τους λέει με λέν έτσι, έρχομ’ απτό που και ξέρω και κουβεντιάζω με τους φορδάκους.> Τον ανεβάζουν ‘ςτο πύργο, και τον πάνε ‘ςτο στοιχειό που ήτανε άρρωστο. Το ρωτάει το στοιχειό τι έχει; Το στοιχειό του λέει. <Έχω το και το. Μπορείς να με γιατρέψης; -Μπορώ και παραμπορώ,> αρχινάει να μιλή την γλώσσα των φορδάκων, του μιλάει ο φόρδακας που ήταν μέσα ‘ςτη κοιλιά του στοιχειού. <Έλα όξω> του λέει, ο φόρδακας εβγήκε και το στοιχειό έγινε καλά. Έτσ’ εγλύτωσ’ απ’το στοιχειό, τον φόρτωσε το στοιχειό με φλωριά κ’ εκαθήσανε κείνος καλά κ’ εμείς καλύτερα.> Γενικώτερον δε εν Τρικάλοις και τοις περιχώροις κρατεί η δημώδης πρόληψις, ότι τα στοιχειά έχουν ωρισμένην περιφέρειαν διαμονής εις ερημιαίς, σπηλιαίς, είς ρεματιαίς, λαγκάδια, ρουμάνια, σπίτια ακατοίκητα ή πύργους, δι’ ο και λέγουσι <κρατεί το λάβωμα, ο οξαποδός, ή ο τρισκατάρατος.> Ότι τα στοιχειά βγαίνουν τα πέρουρα της νύχτας, και χάνουνται άμα κράξουν τα κοκόρια. Το στοιχειό, πότε μπουγαλίζει σαν βόιδι, πότε βελάζει σαν γίδα ή κατσίκι, πότε φαίνεται σαν αλπού ή λαγός, πότε κλαίει σαν μικρό παιδί. Ειδικώτερον το στοιχειό έν τινι ρεύματι εις το άκρον της μεσαίας συνοικίας των Τρικάλων φαίνεται σαν πατερό επιμήκης δοκός και εις την παρά τα πρόθυρα των Τρικάλων θέσιν Σπηλιαίς,πολλοί το είδανε να πίνη τσιγάρο. Το στοιχειό όποιος τα’απαντήση αν βαστάει άρμα πρέπει νάν του ρήξη με το ζερβί και τότε φεύγει το στοιχειό. Αν του ρήξη με το δεξί τίποτα δεν του κάνει και θαν τον ξεράνη. Το στοιχειό εις τα σπίτια και τους πύργους γίνετ’ όντας ο πρωτομάστορης που θα χτίση το θεμέλιο, καρφώση τον ήσκιο ‘ςτα θεμέλια, τότ’ ο πρωτομάστορης αν θέλη να κάμη το κακό πετάει ένα λιθάρι απάνω ‘ςτον ήσκιο και τον καρφώνει. Δένδρα μεμονωμένα και πελώρια, ουχί τα παρά ναοίς ή ερημοκκλησίοις, λέγουν πως είναι στοιχειωμένα, και ουδείς τολμά να τα κόψη, γιατ΄όποιος τα κόψη θα τον πινίξη το στοιχειό. Επίσης εν Τρικλακοις πιστεύεται παρά του λαού ότι <όποιος φυτέψει ‘ςτον κήπο του μηλιά, καρυά, κερασιά, και το κλαρί μεγαλώση πολύ, και αρρωστήση και κείνος που το φύτεψε, κόβουν σύρριζα το κλαρί για να μην πεθάνη ο άρρωστος, γιατί το κλαρί που φύτεψε εστοίχειωσε> Τα στοιχειά εν γένει ο λαός των Τρικάλων δεν συγχέει με τους Αράπηδες, τοις Νεράιδες, τοις Μπουμπούλαις, τοίς Καλαμοδόντες, αν και όλα ονομάζει γενικώς Ξωτικά. [Παραλλαγήν της παραδόσεως περί της πάλης των στοιχειών εκ του αυτού χωρίου Μάρκαση εδημοσίευσα εν Παραδός. αρ. 495. Βλ. και όσα εσημείωσα περί της πάλης των στοιχειών και της δια στεατίνων σφαιρών βαλλομένων υπό ανθρώπου καταπολεμήσεως του αντιπάλου αυτ. σελ. 1117 κε. Και Λαογραφ. Β σελ. 698. Περί της κατοικίας των στοιχειών βλ. Παραδός σελ. 1115. Περί των μορφών αυτών αυτ. Περί του πυροβολισμού των στοιχειών δια της αριστεράς χειρός αυτ αρ. 496.500. Παράδοσιν των Τρικάλων περί επιφάνειας ‘ς το μεσανό μαχαλά των Τρικάλων Αράπη βαστάζσντας εις τον ώμον ένα μεγάλο δοκάρι βλ. αυτ. αρ. 433. Περί των στοιχειωμένων δένδρων βλ. αυτ. σελ 916-7. Περί του συνδέσμου της ζωής του φυτεύσαντος δένδρον και της αναπτύξεως τούτου βλ. την την παράδοσιν των Τρικάλων αυτ. αρ. 325 και όσα εσημείωσα εν σελ. 918.- Το παραμύθιον των Τρικάλων φέρεται εις πολλάς παραλλαγάς και παρ’ημίν και παρ’ άλλοις λαοίς (Αntti Aarne Marchentypen ar. 671). Tο ιδιάζον εις την παραλλαγήν ταύτην είναι ότι ο ασθενής είναι στοιχειό. –Σ.τ.Δ] (Το στοιχειό του Γκούρα= Βλ. Λαογραφ Α’ σελ. 330-1, ψαρί= έχον τρίχωμα ανάμικτον εκ λευκών και μελαίνων τριχών, βρικόλος=βουκόλος, ζάπι= να υποτάξω Λ.αραβ. και τουρκ. Zabt =διοίκησις, κατάσχεσις, δήμευσις. Ξύγκι= λίπος κυρίως η διπλόη, ήτις λέγεται και ξυγκιά ή μαντήλι. [Λατ. Axungium] τόπια= σφαίρα.Λ. τουρκ. Τόπ.]
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Περί του παρά το χωρίον Μάρκαση κεφαλαριού, ούτινος τα ύδατα δι όλου του έτους και άνευε προφανούς εξωτερικής επιδράσεως ανά πάν εικοσιτετράωρον και μίαν ώραν διαλείπουσι κατά το πλείστον, μετά δε την πάροδον της ώρας, η εκροή βαθμαίως επανέρχεται εις το άρτιον μυθεύουσιν οι περίοικοι τα επόμενα. ‘Ησανε δύο στοιχειά σαν άλογα, το ένα κόκινο και τα’άλλο ψαρί και κάθε ημέρα επαλεύανε ποιο να νικήση το άλλο. Εκεί κοντά ήτανε κ’ένας βρικόλος με τα βόδια του. Μια ημέρα το ένα στοιχειό βρίσκει το βρικόλο και του λέει <Βοήθα με να κάμω ζάπι τα’άλλο στοιχειό. Σφάξ’ τη μαρμαρογελάδα, βγάλ’ το ξύγκι κάν’το τόπια και την ώρα που θα παλεύω με τ’άλλο στοιχειό εσύ θα τον χτυπάς με τα τόπια, το στοιχειό θα φυλάγετ’, εγώ θα τρώ το ξύγκι θα δυναμώνω και θα τον ζαπίσω. Αν κάμης κατά που σου λέω εγώ τα γελάδια σου θαν τα κάμω πολλά.> Έκαμ’ ο βρικόλος κατά που του είπε το στοιχειό και το ένα στοιχειό ενίκησε τ’ άλλο. Τώρα το στοιχειό βάνει το πόδι του προστά κι αμποδίζει το νερό να βγαίνη. Σηκώνει το πόδι του απολύεται το νερό. Η παράδοσις ενώ προσωποποιεί τα δυό στοιχειά είς ίππους, διαφόρου χρωματισμού, ών το έτερον διαλέγεται μετά βουκόλου, ζητεί την συνδρομήν του, και υποδεικνύει τον τρόπον ταύτης, είναι ατελής, διότι δεν διευκρινεί αν το κόκινο άλογο ή το ψαρί ενίκησε. Τα δυό στοιχειά εικάζω ότι εκπροσωπούσι δύο κεφαλάρια παρακείμενα, ών το έν εστείρευσε, των δια τούτου εκρεόντων υδάτων, εκρεόντων δια του ετέρου. Πιθανώς το κόκκινο άλογο εκπροσωπεί πηγήν υδάτων ερυθροβαφών, ένεκα της ερυθράς αργίλου, ής μόρια πιθανώς παρέσυρε κατά την υπόγειον διαρροήν του, το δε ψάρι εφαντάσθησαν ούτω δια την φαινομενικήν χροιάν του ύδατος κατά το στόμιον της εκροής. Περί των στοιχειών εν Τρικάλοις της Κορινθίας, φέρεται και το εξής παραμύθι : Μια φορά ήσαν δυό αδέρφια φτωχά και σαν φτωχά που ήσαν, εβάλανε ψωμί ‘ςστι ταγάρι και πάνε ‘ςτην ξενιτειά για να βρούν δουλειά. Πήγανε πήγανε, κ’ένα μεσημέρι εκαθήσανε ‘ςτον ήσκιο σε κάτι κλαριά κοντά σε μια ποταμιά, όσο να περάση το μεσημέρι. Έφαγαν ότ’είχανε, ο τρανύτερος έπεσε κοιμήθη, κι ο άλλος ο μικρότερος πήγε κεί που γούρνιαζε το ποτάμι κι άκουγε τους φορδάκους. Ξυπνάει ο τρανύτερος και του λέει. <Σήκω, ρε κουτέ, να πάμε δουλειά μας. –Δεν έρχουμαι , του λέει ο μικρότερος που ήταν και κουτός. –Τι θα κάνης εδώ ; τον ρωτάει ο τρανύτερος. –Θα κάτσω να μάθω τη γλώσσα των φορδάκων> Του είπε του ξανάειπε ο τρανύτερος και σαν δεν άκουσ’ ο μικρότερος, τον εμούντζωσε και πάει δουλειά του, ο άλλος έμεινε ‘ς το ποτάμι. Πήγε πήγε ο τρανός, και μια βραδειά σαν ενύχτωσε και δεν είχε που να κοιμηθή, είδ’ έναν πύργο σε μια ερμιά και πήγε. Τον ρωτάνε, ποιος είναι , πούθ’ έρχεται και τι δουλειά ξέρει, τους είπε κοντά ‘ςτ’ άλλα πως είναι γιατρός. <Ορίστ’ απάνω, του λένε. Είναι κι ο αφέντης μας άρρωστος> Λέπει τον άρρωστο, τον ρωτάει τι έχει <Τι να χω; Του λέει ο άρρωστος έχω ένα φόρδακα ‘ςτην κοιλιά μου μπορείς να με κάνης καλά ; - Μπορώ και παραμπορώ> του λέει χωρίς να ξέρη πως ο άρρωστος ήτανε στοιχειό, <Να βρής έναν άνθρωπο, να τον φάς και θα γίνης καλά.>Το στοιχειό χωρίς να χάση καιρό, του λέει. <Και που θα βρώ άλλονε από σένα ;> και χάπ τον έκαμε μια χαψιά. Έτσι την έπαθε το νοητάκι και πάει. Τ’άλλο το μιρκότερο τ’αδέρφι, σαν έμαθε καλα΄τη γλώσσα των φορδάκων, έφυγ’ απ’το ποτάμι και δρόμο, τι έγιν’ ο αδερφός του. Κατά τύχη πέρασε τον ίδιο πύργο, που ήταν το στοιχειό άρρωστο χωρίς να ξέρη πως ‘ςτον π΄΄υργο κάθετο στοιχειό. Τον ρωτάνε απ’τον πύργο ποιος είναι πούθ’ έρχεται και τι τέχνη ξέρει, και τους λέει με λέν έτσι, έρχομ’ απτό που και ξέρω και κουβεντιάζω με τους φορδάκους.> Τον ανεβάζουν ‘ςτο πύργο, και τον πάνε ‘ςτο στοιχειό που ήτανε άρρωστο. Το ρωτάει το στοιχειό τι έχει; Το στοιχειό του λέει. <Έχω το και το. Μπορείς να με γιατρέψης; -Μπορώ και παραμπορώ,> αρχινάει να μιλή την γλώσσα των φορδάκων, του μιλάει ο φόρδακας που ήταν μέσα ‘ςτη κοιλιά του στοιχειού. <Έλα όξω> του λέει, ο φόρδακας εβγήκε και το στοιχειό έγινε καλά. Έτσ’ εγλύτωσ’ απ’το στοιχειό, τον φόρτωσε το στοιχειό με φλωριά κ’ εκαθήσανε κείνος καλά κ’ εμείς καλύτερα.> Γενικώτερον δε εν Τρικάλοις και τοις περιχώροις κρατεί η δημώδης πρόληψις, ότι τα στοιχειά έχουν ωρισμένην περιφέρειαν διαμονής εις ερημιαίς, σπηλιαίς, είς ρεματιαίς, λαγκάδια, ρουμάνια, σπίτια ακατοίκητα ή πύργους, δι’ ο και λέγουσι <κρατεί το λάβωμα, ο οξαποδός, ή ο τρισκατάρατος.> Ότι τα στοιχειά βγαίνουν τα πέρουρα της νύχτας, και χάνουνται άμα κράξουν τα κοκόρια. Το στοιχειό, πότε μπουγαλίζει σαν βόιδι, πότε βελάζει σαν γίδα ή κατσίκι, πότε φαίνεται σαν αλπού ή λαγός, πότε κλαίει σαν μικρό παιδί. Ειδικώτερον το στοιχειό έν τινι ρεύματι εις το άκρον της μεσαίας συνοικίας των Τρικάλων φαίνεται σαν πατερό επιμήκης δοκός και εις την παρά τα πρόθυρα των Τρικάλων θέσιν Σπηλιαίς,πολλοί το είδανε να πίνη τσιγάρο. Το στοιχειό όποιος τα’απαντήση αν βαστάει άρμα πρέπει νάν του ρήξη με το ζερβί και τότε φεύγει το στοιχειό. Αν του ρήξη με το δεξί τίποτα δεν του κάνει και θαν τον ξεράνη. Το στοιχειό εις τα σπίτια και τους πύργους γίνετ’ όντας ο πρωτομάστορης που θα χτίση το θεμέλιο, καρφώση τον ήσκιο ‘ςτα θεμέλια, τότ’ ο πρωτομάστορης αν θέλη να κάμη το κακό πετάει ένα λιθάρι απάνω ‘ςτον ήσκιο και τον καρφώνει. Δένδρα μεμονωμένα και πελώρια, ουχί τα παρά ναοίς ή ερημοκκλησίοις, λέγουν πως είναι στοιχειωμένα, και ουδείς τολμά να τα κόψη, γιατ΄όποιος τα κόψη θα τον πινίξη το στοιχειό. Επίσης εν Τρικλακοις πιστεύεται παρά του λαού ότι <όποιος φυτέψει ‘ςτον κήπο του μηλιά, καρυά, κερασιά, και το κλαρί μεγαλώση πολύ, και αρρωστήση και κείνος που το φύτεψε, κόβουν σύρριζα το κλαρί για να μην πεθάνη ο άρρωστος, γιατί το κλαρί που φύτεψε εστοίχειωσε> Τα στοιχειά εν γένει ο λαός των Τρικάλων δεν συγχέει με τους Αράπηδες, τοις Νεράιδες, τοις Μπουμπούλαις, τοίς Καλαμοδόντες, αν και όλα ονομάζει γενικώς Ξωτικά. [Παραλλαγήν της παραδόσεως περί της πάλης των στοιχειών εκ του αυτού χωρίου Μάρκαση εδημοσίευσα εν Παραδός. αρ. 495. Βλ. και όσα εσημείωσα περί της πάλης των στοιχειών και της δια στεατίνων σφαιρών βαλλομένων υπό ανθρώπου καταπολεμήσεως του αντιπάλου αυτ. σελ. 1117 κε. Και Λαογραφ. Β σελ. 698. Περί της κατοικίας των στοιχειών βλ. Παραδός σελ. 1115. Περί των μορφών αυτών αυτ. Περί του πυροβολισμού των στοιχειών δια της αριστεράς χειρός αυτ αρ. 496.500. Παράδοσιν των Τρικάλων περί επιφάνειας ‘ς το μεσανό μαχαλά των Τρικάλων Αράπη βαστάζσντας εις τον ώμον ένα μεγάλο δοκάρι βλ. αυτ. αρ. 433. Περί των στοιχειωμένων δένδρων βλ. αυτ. σελ 916-7. Περί του συνδέσμου της ζωής του φυτεύσαντος δένδρον και της αναπτύξεως τούτου βλ. την την παράδοσιν των Τρικάλων αυτ. αρ. 325 και όσα εσημείωσα εν σελ. 918.- Το παραμύθιον των Τρικάλων φέρεται εις πολλάς παραλλαγάς και παρ’ημίν και παρ’ άλλοις λαοίς (Αntti Aarne Marchentypen ar. 671). Tο ιδιάζον εις την παραλλαγήν ταύτην είναι ότι ο ασθενής είναι στοιχειό. –Σ.τ.Δ] (Το στοιχειό του Γκούρα= Βλ. Λαογραφ Α’ σελ. 330-1, ψαρί= έχον τρίχωμα ανάμικτον εκ λευκών και μελαίνων τριχών, βρικόλος=βουκόλος, ζάπι= να υποτάξω Λ.αραβ. και τουρκ. Zabt =διοίκησις, κατάσχεσις, δήμευσις. Ξύγκι= λίπος κυρίως η διπλόη, ήτις λέγεται και ξυγκιά ή μαντήλι. [Λατ. Axungium] τόπια= σφαίρα.Λ. τουρκ. Τόπ.]

Σταματούλης, Ι. Π.
Σταματούλης, Ι. Π. (EL)

Παραδόσεις

Κορινθία, Τρίκαλα


1918




Ι.Π. Σταματούλης, Μάρκαση Κορινθίας, Λαογραφία Σ, (1917-1918)

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.