Εμείς, μώρ'ψυχούλα μ', ξέρεις τι νερό θα 'χαμαν στο χωριό. Να πνίξωμε τον κάμπο, αλλά βλέπεις, τσάκισε ο στραποκαμένος (διάβολος) το ποδάρι του. Άν πάς καννιά βολά στου Λειά, πες στους Περιβολιώτισσα. Ακούει μια αχολοή μεγάλη που έρχονταν απ'τα κατάβαθα. Κάνει έτσι και τι να δή, ένα στοιχειό, άλλο να το έβλεπες κι άλλο να στο πώ. Από την τρύπα που βγήκε το στοιχειό έτρεχε νερό, αλλά βάζει το γουργιατό η βάβω, τρομάζει το στοιχειό και σκαπέτησε προς τον Κεφαλόβρυσο. Στην τρύπα του στοιχειού τρέχει ένα μανίκι νερό μόνο και ποτίζουν κι οι Περβολιώτες τους μπαξέδες τους.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών