Μια βολά το σμειρδάκι (ζούδι σαν κατσούλι, το οποίο λαβώνει τα πράματα (πρόβατα, γίδια)την νύχτα και ψοφάνε αμέσως, γίνεται δε από αβάπτιστα θανόντα βρέφη) λάβωνε τα Ζουραφέικα σφαχτά και ψοφάγανε. Τα ηφέρανε στο χωριό, τα περάσανε στο ρέμα (ποτάμι διαρρέον το χωριό) και τα πήγανε στο προσκηνημένο τον Άη-Δημήτρη, μεγάλ’η χάρη του. (ενοριακός ναός του χωρίου). Τα λιβάνισε και τα διάβασε ο παπάς, τους έβγαλε τα’αρβάλια (κουδούνια) και τα περάσανε στο ποτάμι στη βάλτα (παραπόταμον της Νέδας)και τα κολλήσανε στο Κουβελέικο για να περάσουν το Μαυροματέικο γιοφύρι (της Νέδας). Εκεί να φυλάγανε με ντουφέκια. Απάνους στον πρώτο ύπνο ακούνε τούτη τη μεριά στα Τουρλιά, μια γυναικεία φωνή που μίλαγε όλα τα ονόματα των τσιοπάνηδων που φυλάγανε τα πράμματα : Έ, ρε Γιώργη Σουραφά ρέ έ έ έ!! Και μετά όλα τα ονόματα. Έφτασεν ‘ως τα Τουρλιά με την ποδυλαχή. Δεν της απαννήσανε, αλλά ρίξανε μια μπαταριά όλοι οι τσιοπάνηδες. Τότε ρούληξε σα σκυλί. Έμπου-μπού-μπού ού ού!η μαύρη που να πά αποσπερού. Εσκαπέτησε φωνάζοντας προς το Παυλιτσέικο. Αν της μιλάγανε θα πήγαινε εκεί, αλλά αυτό το γνώριζαν.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών