Τα σμερδάκια έναι αληθινά. Εγώ τα είδα με τα μάτια μου. Έκαν’ένας χειμώνας βαρύς και φύγαν ούλοι, εγώ όμως δεν τάδιωξα τα πρόβατα, τα κράτησα εδεπά στο Μιανιάκι. Και μια νύχτα χούνη έκατσα και τάκουσα το σμερδάκι, πούφευγε απ’τη βαθειά χούνη σκούζοντα πέρασε στο Κοντβούνι και σκαπέτηκε στο Κοντογόνι. Ήγλεπα ναι φωτιά λαμπάδα κι άκουγα ουά-ουά! Βαθειά χούνη είναι, καθώς πααίνουμε στη Βελανιδιά στο Διάσελλο και κυλάμε από κείθε για το χωριό. Εκεί είναι η βαθειά χούνη κι’ απόκει ένα σμερδάκι σκούζοντα και πιλαλεί. (Σμερδάκια λένε εδώ τα παιδιά ‘’τα μπαρακόπλα’’, τα έκκλεψεψιγαμίας που τα πετάν οι μάννες κρυφά κι αβάφτιστα. Ο Πολίτης (παραδ. 587) αναφέρει ότι έτσι γίνονται οι ψυχές των Τούρκων, που όταν πεθαίνουν, γίνονται σκυλιά κ.λ.π.)
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών