Ο μακαρίτης ο πατέρας μου, όταν ήμουν μαθητής του δημοτικού σχολείου και τα’άλλα μου αδέρφια πιο μικρά από εμένα, το βράδυ που καθόμαστε γύρο στη γωνιά, μας έλεγε διάφορες ιστορίες και παραμύθια. Τα δωδεκάημερα θυμάμαι πολύ καλά πως μας επανέλαβε δυό-τρείς φορές μια ιστορία (παράδοση) για τους καλλικαντζάρους, για τα γκατζώνια, όπως τα έλεγε ο ίδιος. Κάποτε ένας νοικοκύρης, σαν τις ημέρες αυτές, που κατεβαίνουν στη γή τα γκατζιόνια και γυρίζουν παντού τις νύχτες, αποφάσισε να πάη στο μύλο μ’άλεσμα. Ο μύλος είχε λίγο νερό στ’αυλάκι και γι αυτό ο νοικοκύρης θα ξενυχτούσε στο μύλο μ’αάλεσμα. Έτρωγε η πέτρα του μύλου λίγο σιτάρι και θ’αργούσε. Η νοικοκυρά ετοίμασε από το πρωί το άλεσμα, έβαλε στο ταγάρι που θα έπαιρνε ο άντρας της μαζί του μια καλή μερίδα ψαχνό από το χοιρινό τους, που είχαν σφάξει και το απογεματάκι φόρτωσαν για το μύλο. Το βράδυ-βράδυ που ο ήλιος βασίλεψε έφτασε στο μύλο, ξηφόρτωσε το άλογο και περίμενε καμμιά ώρα να πέση ένα άλλο άλεσμα. Σε μια ώρα έφυγε ο πρώτος νοικοκύρης κι έρριξαν το πρώτο πλευρό αυτού να αλεστή. Στο μεταξύ επειδή η ώρα πέρναγε και το κρύο ήταν δυνατό άναψαν μια καλή φωτιά στη γωνιά με το μυλωνά, που καθόταν χειμώνα, καλοκαίρι στο μύλο του. Έβαλαν μια ολόκληρη τρακάδα ξύλα, κουτσούρες από πουρνάρια, στη φωτιά και σε λίγο στη γωνιά ήταν άφθονη ανθρακιά. Ο νοικοκύρης έβγαλε από το ταγάρι του τη μερίδα το κρέας, το αλάτισαν καλά και το έβαλαν απάνου στ’ αναμμένα κάρβουνα να το ψήσουν, να φάνε το μεζέ τους και τα κουτσοπιούνε. Την ώρα που το κρέας ψηνόταν και μωσκοβόλαγε να σου και κατέβηκε ένας γκάτζιονας από το τζιάκι της γωνιάς. Είχε στα χέρια του ένα βατράχι και αφού κάθησε ανάμεσα στο σταυρό της γωνιάς (οι άλλοι δυό καθόνταν στο παραγώνι δεξιά κι αριστερά), κάρφωσε σ’ένα πηρούνι που βρήκε πάνου στα τούβουλα της γωνιάς το βάτραχο και τον έβαλε να τον ψήση. Ο μυλωνάς ήταν συνηθισμένος γιατί πολλές βραδυές του πήγαιναν τα γκατζιόνα και δεν φοβήθηκε. Ο σύντροφος του φαινόταν λίγο φοβισμένος. Μα όταν είδε το μυλωνά να γελάη και να έχη θάρρος, πήρε κι αυτός απάνου του και δεν λογάριαζε το γκάτζιονα ούτε τον φοβόταν. Ο γκάτζιονας σε μια στιγμή πήρε το δικό του μεζέ και τον ακουμπούσε στον άλλο μεζέ γι να τον μαγαρίση κι έλεγε. –Το δικό μου σου κρίας στάζει, το δικό μου δε στάζει. Το επανέλαβε αυτό δυο τρείς φορές και τότε ο νοικοκύρης άρπαξε ένα δαυλί και του ‘βγαλε το μάτι. Ο γκάτζινας έβαλε δυνατές φωνές και καλούσε τα συντρόφια του σε βοήθεια. Ο Μυλωνάς που ήξερε καλλίτερα τι κακό επερίμενε τον ξένο όταν θα έφταναν τα πολλά γκατζόνια είπε: -Μην καθόμαστε φέρε το άλογο να φορτώσης το άλεσμα μισοαλεσμένο και να φύγης, για να μη σε προλάβουν. Θα σε βάλω απανωγόμι, θα σε σκεπάσω με το λιόπανο (κουβέρτα) που έχεις κι έτσι μπορεί να γλιτώσης. Κατέβηκαν βιαστικά στο μύλο, ενώ ο γκάτζονας φώναξε κοντά στη γωνιά, φόρτωσαν τα δυό πλευρά το άλεσμα, ανέβηκε και κάθησε ο νοικοκύρης απανωγόμι, τον σκέπασε με το μάλλινο λιόπανο ο μυλωνάς, έβαλε το καπέστρι στο μπροστάρ του σαμαριού και άφησε το άλογο να φύγη για το χωριό. Ένα σωρό γκατζόνια έφτασαν και ρωτούσαν ποιος τον στράβωσε. Ο χτυπημένος γκάτζιονας ωδήγησε τα άλλα γκατζιόνια ώσπου έφτασαν το άλογο για να βρούν το νοικοκύρη. Πλησίασαν στο άλογο, το σταμάτησαν και είπαν : -Να το ένα πλευρό, να το άλλο, να και το πανωγόμι. Αυτός τι έγινε; Ενθυμούμαι πολύ καλά ότι στο σημείο αυτό της διηγήσεως μας είχε πιάσει αληθινός τρόμος. Μαζευόμαστε στην αγκαλιά του παντίρα μου και της μάννας μου. Κι ο μακαρίτης εξακολουθούσε. Τα γκατζιόνια άφηναν το άλογο κάθε φορά και γύριζαν να βρούν τον νοικοκύρη στο μύλο. Έψαχναν παντού, έφταναν πάλι το άλογο, δεν εύρησκαν κανέναν και το ίδιο συνέχιζεν ώσπου σε μια στιγμή ένα απ’όλα (τα γκατζόνια) πονηρεύτηκε και είπε όταν βρίσκονταν στο μύλο : -Δεν πάμε να ψάξουμε μήπως είναι απαννωγόμι στο άλογο; -Ναι καλά λές! Είπαν τα’άλλα συντρόφια του και ολοταχώς έτρεξαν να φτάσουν το άλογο που είχε φτάσει τώρα πια κοντά στο χωριό. Έτρεξαν, έτρεξαν και σε μια στιγμή έφτασαν το άλογο και ένα απ’όλα πέρασε μπρός και το σταμάτησε. Τη στιγμή όμως που άπλωσαν με τα μακριά τους χέρια να ξεσκεπάσουν τον άνθρωπο, που ήταν απανωγόμι, λάλησε ο πρώτος κόκορας του χωριού κι άλλος κι άλλος ύστερα. –Φεύγατε να φύγουμε, φώναξε ο πρώτος που τα’άκουσε. Τα γκατζόνια χάθηκαν για μιας και ο άνθρωπος σώθηκε. Ο φόβος του δε λέγεται. Μόλις έφτασε στο σπίτι του φαινόταν πως είχε την ιστορία του έδωσε λίγο νερό και ήπιε και ύστερα τον λιβάνισε. Σημείωση: Με αφορμή το πιο πάνω ενθυμούμαι ότι ρωτήσαμε τον πατέρα μου για τη μορφή των καλλικαντζάρων, ο οποίος μας τους περιέγραψε ως εξής: Το χρώμα τους μαύρο, στο κεφάλι δυό κέρατα, χέρια μακριά με δάχτυλα επίσης μακριά και λεπτά και νύχια λίγο γαντζωτά. Στο πίσω μέρος του σώματός των ουρά? Επίσης μας είπε ότι την ημέρα εκρύπτοντο στους λόγγους και στις σπηλιές και μόνον τη νύχτα γύριζαν για να κάμουν κανένα κακό. Στα σπίτια έμπαιναν από την καπνοδόχο του τζακιού. Ακριβώς γι αυτό η μάννα μου έβαζε από μέσα από το τζάκι και ψηλά για να μην καίγωνται σφαραγγιές (θάμνος ακανθώδης) που θα εμπόδιζαν με τα’αγκάθια τους τα καλλικαντζάρια να κατεβούν στο παραγώνι, για να κατουρήσουν τη φωτιά.. Έψαχναν παντού, δεν τον εύρησκαν και πάλι έφταναν το άλογο, το σταματούσαν και έλεγαν: ‘’Να το ένα πλευρό, να το άλλο, να και το πανωγόμι! Αυτός τι έγινε; Τα γκατζιόνια όλα μαζί γύριζαν στο μύλο, (έψαχναν παντού).
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών