Τα Δωδεκάημερα τα φυλάνε να μη βγούνε νύχτα έξω γιατί τους παίρνουνε τα καλοκαντζόνια. Κάποια γριά βγήκε μια βολά έξω και απάντησε σ’ένα τρίστρατο τα καλικαντζόνια και χορεύανε. Της λένε : Έλα, θειά, να χορέψης μαζί μας. Τι να κάνη εκείνη για να γλυτώση απ’τα χέρια τους ; Έπιασε και γδύθηκε τσίτσιπλη, όπως την έκανε η μάννα της, και μπήκε στο χορό. Αρχίνησαν τα καλικαντζόνια να τραγουδάνε Θεριά ‘μαστε, θεριά ‘δαμε, τέτοιο θεριό δεν είδαμε, νάχη αρχίδια στο λαιμό, τραγόμαλλα στον αφαλό. Έτσι την γλύτωσε η γριά γιατί τρομάξανε τα ίδια τα καλικαντζόνια που την είδανε.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών