Τα Δωδεκάημερα τα φυλάνε να μη πηγαίνουν νύχτα στο μύλο γιατί τον παίρνουνε κανήνε τα καλικαντζόνια. Μια φορά, έχουνε να ειπούνε, πως επήγε ένας στο μύλο ν’αλέση γέννημα και τόνε κυνηγήσαν τα καλικαντζόνια. Εκείνος πρόκαμε να φορτώση το γέννημα κι έκατσε επάνω στο σαμάρι σαν πανωγκόμι και σκεπάστηκε κιόλα μ’ένα σακκί. Τόνε προκάμανε καμμιά φορά τα καλικατζόνια, τηράγανε μπρός, πίσω, λέγανε Έ τόνα πλευρό, έ και τα’άλλο, έ και το πανωγόμι. Πίσω θα είναι ο κερατάς, στη χούρχουλη του μύλου. Τρέχανε πιλάλα να τόνε βρούνε στο μύλο, δεν τονε βρίσκανε, τρέχανε πίσω, προκάνανε, τ’άλογο. Έ, τόνα πλευρό, έ και τ’άλλο, έ και το πανωγόμι. Πίσω θα είναι ο κερατάς, στη χούρχουλη του μύλου. Τρέχανε πάλι στο μύλο και τούτο γενότανε ώσπου ξημέρωσε και την εγλύτωσε ο άνθρωπος.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών