Πιστεύουν ότι παρουσιάζονται αο την νύκταν των Χριστουγέννων έως την 5ην Ιανουαρίου, καθ’ήν ο ιερεύς περιέρχεται τα σπίτια και με την αγιαστούρα τα ραντίζει και διώχνει τους Καλλικαντζάρους, που στο χωριό μας ονομάζομε καρκαντζάλια. Τα καρκατζάλια βγαίνουν την νύκτα όταν σβήσουμε το φώς και πρόκειται να κοιμηθούμε, γι’αυτό και πρό της κατακλίσεως μας στο χωριό βάζομε θυμίαμα (θυμνιατό στη φωτιά γιατί τα καρκατζάλια αποφεύγουν την ανθυμίασιν του θυμιάματος. Επίσης εις την τσέπην των ρούχων που φοράμε στο ύπνον τοποθετούμεν θυμίαμα. Την νύκτα δεν βγαίνουν συνήθως τα παιδιά έξω στην αυλήν γιατί τα παίρνουν τα καρκατζάλια και τα οδηγούν σε κρημνούς ή σε Ζουργιό (μέρος που χύνεται το νερό του μύλου)και τα κακοποιούν πιστεύουν δε πως και τα βουβαίνουν. Τα καρκατζάλια φαντάζονται πως έχουν μορφήν ανθρώπου, είναι κουτσοί, μιλούν τραυλά, είναι ισχνοί και φέρουν και ουράς εις την κεφαλήν ή στα οπίσθια. Γυρίζουν όλην την νύκτα στους δρόμους του χωριού μόνον όταν λαλήση ο μαύρος κόκορας (κόκοτας) και πηγαίνουν να κρυφτούν και να περάσουν όλην την ημέραν εις το ζουργιό του μύλου. Στο χωριό περιφέρονται μόνον 12 νύκτες από την 25ην Δεκεμβρίου μέχρι την 5ην Ιανουαρίου (Δουδεκαήμερα) την 5ην Ιανουαρίου κυνηγάει ο παπάς με το κουτσοβόκαλο(αγιαστούρα)
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών