Οι Καλλικάτζαροι έρχονται έξω από τα σπίτια τη νύχτα και μας λένε : Άκαιρα, παράκαιρα, παρακαιρότης, είμαστε παράκαιρα μην κάθεστε, κουκιά μην γκριτσανίζετε, Πτιάρια μη στραβουπλάθετε, σ’γοννιά να χέζηστε στα πιπιλιά ναν τα τλίγετε, Γράτσα, γράτσα τα λανάρια. Τα παιδία που γεννιούνται τη νύχτα της λειτουργίας τα Χριστούγεννα, γίνονται Καλλικατζαράκια, φαίνεται άνθρωπος, μα κάθε χρόνο το δωδεκαήμερο τις νύχτες ξαναγίνεται τέτοιο. Μια φορά ένας Καλλικάτζαρος τα δωδεκαήμερα τη νύχτα είδε έναν άνθρωπο. Του ρίχτηκε καβάλλα και τούπε ‘’Στούπος ή Μόλυβδος ; Ο άνθρωπος κατάλαβε πως ήταν καλλικάτζαρος στην πλάτη του κι είπε : Στούπος! (Αν έλεγε Μόλυβδος θα τον εβάραινε σα μολύβι)Κει που τον πήγαινε καβάλλα, του ξαναείπε. ‘’Δείξε μου τα εννιά πηγάδια, μη σε ρίξω στα λαγκάδια! Μα εκείνος δεν είπε τίποτα. Πήγαν σπίτι κτυπάει ο άνθρωπος, του ανοίγει η γυναίκα του και μπαίνουν μέσα. Πάει στο μαγαζί, αφήνει χαμηλά τον Καλλικάτζαρο, και τον σκεπάζει μ’ένα κόσκινο. Ο Καλλικάτζαρος άρχισε να μετρά τις τρύπες, κι έλεγε : ώ γαμώ το, τόχασα’’Γιατί το τρία δεν μπορούσε να το πή. Κι όταν λάλησε ο πετεινός, έφυγε ο Καλλικάτζαρος. Πήγε ο νοικοκύρης να τον βρή μα δεν τον βρήκε.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών