Δαιμονικέ όντα εμφανίζονται κατά εν τω Χριστουγέννω μέχρι των Θεοφανείων. Εμφανίζονται δε από των καπνοδόχων ζητούντες από τας γυναίκας από το ξεροτήανε, τα οποία αύται τηγανίζουν άδοντες. Τιτσίν, τιτσίς - λουκάνικον, κομμάτιξ - ξεροτήανον να φάμεν τσαί να φύσυμιν. Αι δε γυναίκες θεωρούν καθήκον του, καθ ου χρόνον τηγανίζουν τα ξεροτήανα (τηγανίτες, λουκουμάδες) να ρίπτουν τινά τη τα δώματα προς χρήσιν των καλικαντζάρων. Κατά τας νύκτας δεν εξέρχονται μόνοι χωρίς φώς φοδεύμενος την συνάντησιν των, εις αι γυναίκες, ιδίως αν παθούσαι ίτρωσιν ή εν τω τέκνον απέθανεν αβάπτιστον, φρονούσαι ότι το βρέφος ή το α ή το β’ έγινε καλικάντζαρος. Τα φαντάζονται τραγόποδας με πέταλα, εις υπερφυσικού ανθρώπινον ανάστημα, μέλανας το χρώμα ή δωσειδείς. Φρονούμεν ότι σύνθετα τι λέξις εκ του καλλίειν + καλλίτσιν = πέταλον, άντιζος δε εν πάλω ή τάντζος = ανήρ αρος δε μεγεθυντ. Κατάληξις όθεν = καλλικωμένος υπεράνθρωπος. Ίσως και εκ του Galli contes = τα κλέκτυρες κραυγή, ήτος η γ’ μετά το μεσονύκτιον αναχωρούν εις το τέλος τη γ’ φυλατον κατά Ρωμαίος, επειδή εμφανιζόμενοι του μεσονύκτιον αναχωρούν εις το τέλος τη γ’ φυλακης ήτος περί την τρίτην την πρωίας καθ’ημάς να ο λαός φρονή ότι φεύγουν ολίγον πριν κράξουν οι αλέτνορες.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών