Ένα χρόνο ανήμερα της άγι Ανάληψις, ημέρα πε το πουρνό ήdανε καλοκαιρινή, ο ήλιος λαμποκοπούσε κ’ έκαιγε αγέρας δε φυσούσε διόλου, φύλλο δε σάλευε. Στο μαχαλά της Αγι Ανάληψης, λόγερα ς το παρακλήσι στήθηκε το παναγύρι. Οι άdrοι τραβουδούσαν πολλά τραβούδια, οι γεναίκες και τα κορίτσια χόρευαν. Άξαφνα μαύρισ’ ο ουρανός, συννέφιασε, σκοτείνιασε, φύσηξ’ αγέρας δυνατός γεν’κε μια σίφωνη που ο Θεός φυλάξη. Σκόνες πε τοις δρόμους, κεραμίδια πε τοις σκεπούς, αστραπές φοβερές και χαλάζι γερό, χάση κόσμου, έκανε dόγ κόσμο να φεύγη πατείς με πατώ σε. Το βράδυ ήdασι ούλοι ‘ς τα σπίτια dους μον’ ένα κορίτσι έλειπε τομορφότερο, μοναχοκόρη ‘ς τη μάννα dου. Κανείς δε dο είδε, κανείς δε d’ άκουσε. Χάθηκε! Πέρασε κάμποσος καιρός τίποτε γι αυτό δεν ακούστηκε. Το ‘κλέψαν, έφυγε ή σίφωνη το πήρε; Ποιος ξέρει; Η μάννα dου του κάκου παρακαλούσε κι άναφτε κεριά 'ς τοι‘ χάραις κ’ έκανε τάματα για dην υγειά της κόρης της. Ούλα του κακού. Πούποτε δε φάνηκε το κορίτσι, πούποτε δεν ακούστηκε. Η κακομοίρα η μάννα πε dημ πολλή dημ πίκρα πέθανε. Πέρασε κανείς χρόνος πάνου κάτου. Μια νύχτα πριμή λαλήσουν τ’ αρνίθια, η μαμμή του χωριού ακούει άξαφνα ‘ς τη μπόρτα του σπιτιού dης και βροdούν, "Ποιος είναι;" Πιλογιέται. – "Εγώ είμαι’’, ακούγεται μια φωνή. Έλα ‘ς το σπίτι μου να ξεγεννήσης dη γεναίκα μου. Η φωνή έμοιασε σα γνωστή ‘ς τη μαμμή κι άνοιξε dημ πόρτα. Τ’ αγιοκέρι που βαστούσε ‘ς το χέρι dης η γριά έσβησε, δε πρόφτασε να διή ποιος ήdανε "Κλούθα με, κερά μαμμή dήν είπε, κι αυτή έτσι ‘ς τα σκοτεινά πήγε μαζί του. Έτσι περπατώντας ‘ς τα σκοτεινά, μπροστά κείνος και καταπόδι η γριά, έφτασαν κά’ ‘ς το γιαλό, ‘ς τη Μαύρη πέτρα. Η γριά τα χρειάσθηκε. Που θα πάνε τώρα "Μη φοβάσαι, κερά μαμμή" dήνε λέγει, "κάτσε πάνω μου". Η γριά άθελα κρεμάστηκε ‘ς το λαιμό dου και τρέμοντας έκατσε πά ‘ς τη ράχη dου. Τώρα πια καταλάβαινε με ποιόνα έμπλεξε σφάλισε τα μάτια dης και ‘ς το έλεος του Θεού. Καταλάβαινε που περνούσαν θάλασσα, μα δε βρέχουνταν. Πέρασαν το διαπόρι, έφτασαν μέσ’ ‘ς το μικρό νησί. Περπάτησαν κομμάτι ‘ς τα σκοτεινά άξαφνα ανοίγει μια μεγάλη πλάκα και φαίνεται μια μαρμαρένια σκάλα. Κατεβαίνουν σαράντα σκαλοπατήματα τι να διής; Τρίβει καλά η γριά τα μάτια dης, γλέπει ξαναγλέπει ένα παλάτι που φεγγοβολούσε κι άστραφτε πε το πολύ το φώς. Οι πόρτες αρτάνοιχτες πηγαίνει μέσα. Σ τημ πρώτη κάμαρα που πήγε, γλέπ’ ένα ολόχρυσο κρεβάτι και πάνου ‘ς αυτό πλαγιασμένο ένα κορίτσι. Ξαντρίβει πάλ’ η γριά τα μάτια dης, γλέπει, ξαναγλέπει, μπορεί να μη πιστέψη στα μάτια dης; Ολόσωστο το κορίτσι που χάθηκε. Το γνωρίζει μα δε λαλεί γλέπει τα πλάγια dης, ακούει και μια φωνή. "Κερά μαμμή, κερά μαμμή, το παιδί θέλω να είν’ αγώρι, γιατί ύστερα άσκημα τα χης." Η γριά όσομ πάει τα χρειάζεται. Γλέπει λόγερα, κανείς άλλος δεν φαίνεται. Ανάμεσα ΄ς τα στρωσίδια της καμάρα γνώρισε μια κιλιμότσεργα της γριάς της Αντωνάκαινας, της γειτόνισσας της. Πισταβώθηκε ειγυρεύει δώ η κιλιμότσεργα της Αντωνάκαινας. Ούλ' αυτό που σας λέγω γένηκαν σε μια στιγμή, dην εφάνηκαν σαν όνειρο. Σαν όνειρο dην εφάνηκε και η γέννα του παιδιού μα όνειρο πιο άσκημο. Το παιδί γεννήθκε εύκολα, μα ήdανε κορίτσι! Τι να κάνη τώρρα η αμμή; Ο πατέρας το ήθελε αγώρι. Θυμήθκε τότε που φεύγοντας πε το σπίτι, έβαλε τ’ αγικέρι ‘ς τη τζέπη dης. Δε χάνει καιρό, κόφτ’ ένα κομμάτι, κάν’ έν αγιοκέρινο παππί και το κολλά ‘ς το μέρος του. Τα λερωμένα χέρια dης τα σκούπισε μάξους σε μια άκρα της κιλιμότσερας. Καλόθεσε τη λεχούσα ‘ς το κρεβάτι, έκανε ότι ήξερε, για να μη πάθουνε το παιδί κ η μάννα από νυκτοπάτημα κι αρμενιάτικα κ’ έκατσε ‘ς το μενdέρι. Να κι ο δράκος έρχεται. "Αγώρι το παιδί, τσελεμπή μου" λέγ’ η γριά. - "Τέτοιο κι εγώ το ήθελα" λέγει ο δράκος "Άϊdε να σε πάγω σπίτι σου τώρα". Και λέγοντας αυτά έβαλε μέσ’ ς το γκόρφο της μαμής μια φούχτα κάρβουνα σβηστά. Η γριά ταράχτηκε, μα τι να κάνη; Τέλος να μη τα πολυλογούμε η γριά όπως και πρώτα βρέθηκε ‘ς το σπίτι dης πριμή λαλήσου ταρνίθια. Έρρηξε τα κάρβουνα όξω από τη πόρτα, έκανε τρείς φορές το σταυρό της κ’ έβαλε το μπεράτη. Πλάγιασε που dηνε πιάνει ο ύπνος! Λάλησαν και ταρνίθια. Όσα να ξημερώση μάτι δε σφάλισε. Το πουρνό σηκώνεται, τι να διή; Ένα φλουρί μέσ’ ‘ς το κόρφο της γένκε πε τα κάρβουνα που την έδωκ’ ο δράκος. Σταυροκοπιέται και τραβά για της Αντωνάκαινας το σπίτι τήνε λέγει "το και το είδα κι έπαθε εψές. Να διώ dηγ καινούργια σου dηγ κιλιμότσεργα". Βγάζ’ η Αντωνάκαινα dηγ κιλιμότσεργα τι να διούνε! Σε μια άκρα οι δαχτυλιές της μαμμής που σκούπισε τα χέρια της. Hdαν ή ίδια η κιλιμότσεργα που είδε πο βραδύς ‘ς του δράκου το σπίτι! Τότε μονάχη της πάλι η Αντωνάκαινα θυμήθηκε που τ’ Άη Γιάννου δεν έβγαλε τα ρουχικά του σπιτιού να τ’ αγερίση και είπε ‘ς τη μαμμή, που είχ’ ακουστό πε τη μάννα της, που πρέπει κάθα χρόνο τ’ Άη Γιαννού ν’ αγερίζουdαι τα ρουχικά, γιατί άμα πομένουσι κείν’ το βράδυ διπλωμένα τα παίρνουν οι διαβόλοι και τα στρώνουν σπίτια dους. Και γιαυατό ζήτε φρονείτε, παιδιά μου, τα ρουχικά σας κάθα χρόνο τ’ Άη Γιάννου να αγερίζετε. Τώρα άς έρτουμε και ‘ς το δράκο. Άμα dην άλλ’ dην ημέρα είδε που το παππί του παιδιού ήdαν αγιοκερένιο, το βράδυ πριμή λαλήσουν τ’ αρνίθια πήγε ‘ς το σπίτι της μαμμής χτυπά ‘ς τημ πόρτα και φωνάζει "Κερά μαμμή, κερά μαμμή, αγιοκερένιο ‘ν’ το παππί". Μα η γριά όσο τάκουγε τόσο κουκκουλώνουdαν. Φώναξε, φώναξ’ ο δράκος, λάλησαν ταρνίθια, έφυγε. Το πουρνό η γριά έκανε πε dηγ κουπριά ένα σταυρό, όξω πε dημ πόρτα του σπιτιού dης και πια δράκος ούτ’ ακούστηκε ούτε φάνηκε. [Η παράδοσις είναι αιτιολογική, αναφερόμενη εις το εν Σωζοπόλει επιχωριάζον έθιμον του να εκθέτωσιν εις τον αέρα και εν σκιά κατ’ έτος την 24 Ιουνίου την εορτήν του αγίου Ιωάννου, τα υφάσματα, ών σπανίως γίνεται χρήσις και άτινα συνήθως φυλάττονται όλον το έτος εις κιβώτια ή αρμάρια. Παραλλαγαί της παραδόσεως ταύτης, κοιναί πολλαχού της Ελλάδος, ανφέρονται εις άλλα ξωτικά, Καλλικατζάρους και Νεράιδες (Πολίτου Παραδόσεις αρ. 638-612, 794-797) μια δε της Ιμβρου, εις Δράκου (Αυτ. αρ. 402) ως η τηςΣωζοπόλεως)]
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών