Μια φορά μια γρήα σηκώθη νύχτα, ζαλώθη το βαρέλι της τσαι πήγαινε στη βρύση να φέρη νερό πριν να ξυπνήσουμε ταγγόνια της. Μόλις έφτασε απ’όξ’ από της γριά Σπανούς τα’αλώνι, είδε τα λυκοκάτζαρα μέσα που χορεύανε. Πάνε τσαι τήνε παίνυνε. <Έλα δώ, γρήα ξεζαλώσου. – Αφήστε με, παιδάτσι μου, να πά’να γιομίσω το βαρέλι μου, γιατί θα κλαίνε ταγγόνια μου αφήστε με τήγ κακομοίρα. –Ξεζαλώσου λένε> Η κακοκμοίρα η γρήα θέλοντας τσαί μη ξεζαλώθη. <Αι τώρα γδύσου βγάλ’ το φουστάνι σου το μισοφούστανο σου βγάλ’τα γλήγορα. –Μπα τηγ κακομοίρα τι έπαθα αφήστε με να φύγω>Τσαί η γρήα δε γδνότανε μια της δίνουνε τσαι τήνε γδένουνε, ψάρι. <Αί τώρα έμπα στο χορό χόρευε. –Μα δεγ ξέρω να χορεύω, παιδάτσι μου, αφήστε με. –Χόρευε σου λένε Πάνω γένεια, κάτω γένεια, τσαί στη μεση μπιχλιμπένια> λέγανε τσείνοι. <Λέγε το τσαί συ, γρήα λέγε το το τραγούδι> τσαι την εσακκοτινάζανε τηγ κακομοίρα τη γρήα. Το λεγε τσαι τσείνη τι να κάμη; <Πάνω γένεια, κάτω γένεια, τσαί στη μέση πανταρένια- Όχι μπιχλιμπένια να λες λέγε το καλά. –Μα δεν ξέρω να το ειπώ η κακομοίρα. –Λέγε το, το ξέρεις>τσαι το λεγε η γρήα το τραγούδι. Καμιά φορά τσεί που χορεύανε τσαι λέγανε το τραγούδι. Δεμ πέρασε λιγούλι τσαι <ντάν νταντάν, ντάν νταντάν>ο παπάς τηγ καμπάνα <καμπάνα> λέει ο δεύτερος <όχι βρέ> λέει ο πρώτος <Δεν τάκουσα γω πού ειν’ταυτιά μου σα λαγάνες τσαί τάκουσες σύ! Σε λίγο πάλι η καμπάνα βάρεσε <Βρέ καμπάνα> λέει ο μεγάλος <τσαι γω την άκουσα> λέει ο δεύτερος <τσαι γώ> λέει ο τρίος. <Φεύγετε να φέγωμε, γιατί έφτασ’ ο τουρλόπαπας, με την αγιαστούρα του, τσαι με τημπλαστούρα του, τσαι μας άγιασε, τσαι μας μαγάρισε.> Αφήσανε το χορό, τσαι φύγανε πλαλώντας, τα’ απολάγανε τσαι πορδές. Η κακομοίρα η γρήα ντύθη, ζαλώθη το βαρέλι της, πήγε στη βρύση, τσαι όντες γύρισε στο σπήτι της ταγγόνια της κλαίγανε τσαι την ρωτάγανε γιατί άργησε. <Γιατί άργησες τσυρά;τι έπαθες που διψάμε;> Τσαί η γρήα τους είπε τι έπαθε.

Μια φορά μια γρήα σηκώθη νύχτα, ζαλώθη το βαρέλι της τσαι πήγαινε στη βρύση να φέρη νερό πριν να ξυπνήσουμε ταγγόνια της. Μόλις έφτασε απ’όξ’ από της γριά Σπανούς τα’αλώνι, είδε τα λυκοκάτζαρα μέσα που χορεύανε. Πάνε τσαι τήνε παίνυνε. <Έλα δώ, γρήα ξεζαλώσου. – Αφήστε με, παιδάτσι μου, να πά’να γιομίσω το βαρέλι μου, γιατί θα κλαίνε ταγγόνια μου αφήστε με τήγ κακομοίρα. –Ξεζαλώσου λένε> Η κακοκμοίρα η γρήα θέλοντας τσαί μη ξεζαλώθη. <Αι τώρα γδύσου βγάλ’ το φουστάνι σου το μισοφούστανο σου βγάλ’τα γλήγορα. –Μπα τηγ κακομοίρα τι έπαθα αφήστε με να φύγω>Τσαί η γρήα δε γδνότανε μια της δίνουνε τσαι τήνε γδένουνε, ψάρι. <Αί τώρα έμπα στο χορό χόρευε. –Μα δεγ ξέρω να χορεύω, παιδάτσι μου, αφήστε με. –Χόρευε σου λένε Πάνω γένεια, κάτω γένεια, τσαί στη μεση μπιχλιμπένια> λέγανε τσείνοι. <Λέγε το τσαί συ, γρήα λέγε το το τραγούδι> τσαι την εσακκοτινάζανε τηγ κακομοίρα τη γρήα. Το λεγε τσαι τσείνη τι να κάμη; <Πάνω γένεια, κάτω γένεια, τσαί στη μέση πανταρένια- Όχι μπιχλιμπένια να λες λέγε το καλά. –Μα δεν ξέρω να το ειπώ η κακομοίρα. –Λέγε το, το ξέρεις>τσαι το λεγε η γρήα το τραγούδι. Καμιά φορά τσεί που χορεύανε τσαι λέγανε το τραγούδι. Δεμ πέρασε λιγούλι τσαι <ντάν νταντάν, ντάν νταντάν>ο παπάς τηγ καμπάνα <καμπάνα> λέει ο δεύτερος <όχι βρέ> λέει ο πρώτος <Δεν τάκουσα γω πού ειν’ταυτιά μου σα λαγάνες τσαί τάκουσες σύ! Σε λίγο πάλι η καμπάνα βάρεσε <Βρέ καμπάνα> λέει ο μεγάλος <τσαι γω την άκουσα> λέει ο δεύτερος <τσαι γώ> λέει ο τρίος. <Φεύγετε να φέγωμε, γιατί έφτασ’ ο τουρλόπαπας, με την αγιαστούρα του, τσαι με τημπλαστούρα του, τσαι μας άγιασε, τσαι μας μαγάρισε.> Αφήσανε το χορό, τσαι φύγανε πλαλώντας, τα’ απολάγανε τσαι πορδές. Η κακομοίρα η γρήα ντύθη, ζαλώθη το βαρέλι της, πήγε στη βρύση, τσαι όντες γύρισε στο σπήτι της ταγγόνια της κλαίγανε τσαι την ρωτάγανε γιατί άργησε. <Γιατί άργησες τσυρά;τι έπαθες που διψάμε;> Τσαί η γρήα τους είπε τι έπαθε.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Μια φορά μια γρήα σηκώθη νύχτα, ζαλώθη το βαρέλι της τσαι πήγαινε στη βρύση να φέρη νερό πριν να ξυπνήσουμε ταγγόνια της. Μόλις έφτασε απ’όξ’ από της γριά Σπανούς τα’αλώνι, είδε τα λυκοκάτζαρα μέσα που χορεύανε. Πάνε τσαι τήνε παίνυνε. <Έλα δώ, γρήα ξεζαλώσου. – Αφήστε με, παιδάτσι μου, να πά’να γιομίσω το βαρέλι μου, γιατί θα κλαίνε ταγγόνια μου αφήστε με τήγ κακομοίρα. –Ξεζαλώσου λένε> Η κακοκμοίρα η γρήα θέλοντας τσαί μη ξεζαλώθη. <Αι τώρα γδύσου βγάλ’ το φουστάνι σου το μισοφούστανο σου βγάλ’τα γλήγορα. –Μπα τηγ κακομοίρα τι έπαθα αφήστε με να φύγω>Τσαί η γρήα δε γδνότανε μια της δίνουνε τσαι τήνε γδένουνε, ψάρι. <Αί τώρα έμπα στο χορό χόρευε. –Μα δεγ ξέρω να χορεύω, παιδάτσι μου, αφήστε με. –Χόρευε σου λένε Πάνω γένεια, κάτω γένεια, τσαί στη μεση μπιχλιμπένια> λέγανε τσείνοι. <Λέγε το τσαί συ, γρήα λέγε το το τραγούδι> τσαι την εσακκοτινάζανε τηγ κακομοίρα τη γρήα. Το λεγε τσαι τσείνη τι να κάμη; <Πάνω γένεια, κάτω γένεια, τσαί στη μέση πανταρένια- Όχι μπιχλιμπένια να λες λέγε το καλά. –Μα δεν ξέρω να το ειπώ η κακομοίρα. –Λέγε το, το ξέρεις>τσαι το λεγε η γρήα το τραγούδι. Καμιά φορά τσεί που χορεύανε τσαι λέγανε το τραγούδι. Δεμ πέρασε λιγούλι τσαι <ντάν νταντάν, ντάν νταντάν>ο παπάς τηγ καμπάνα <καμπάνα> λέει ο δεύτερος <όχι βρέ> λέει ο πρώτος <Δεν τάκουσα γω πού ειν’ταυτιά μου σα λαγάνες τσαί τάκουσες σύ! Σε λίγο πάλι η καμπάνα βάρεσε <Βρέ καμπάνα> λέει ο μεγάλος <τσαι γω την άκουσα> λέει ο δεύτερος <τσαι γώ> λέει ο τρίος. <Φεύγετε να φέγωμε, γιατί έφτασ’ ο τουρλόπαπας, με την αγιαστούρα του, τσαι με τημπλαστούρα του, τσαι μας άγιασε, τσαι μας μαγάρισε.> Αφήσανε το χορό, τσαι φύγανε πλαλώντας, τα’ απολάγανε τσαι πορδές. Η κακομοίρα η γρήα ντύθη, ζαλώθη το βαρέλι της, πήγε στη βρύση, τσαι όντες γύρισε στο σπήτι της ταγγόνια της κλαίγανε τσαι την ρωτάγανε γιατί άργησε. <Γιατί άργησες τσυρά;τι έπαθες που διψάμε;> Τσαί η γρήα τους είπε τι έπαθε.

Φραγκούλης, Χρήστος Β.
Φραγκούλης, Χρήστος Β. (EL)

Παραδόσεις

Λακωνία, Μεγάλη Μαντίνεια


1918




Χρ. Φραγκούλης, Μεγάλη Μαντίνεια Λακωνικής, Λαογραφία ΣΤ', 1917 – 1918, σελ. 249, αρ. 2

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.