Οι καλλιβρούσηδες ή καλλικαντζάροι θεωρούνται μικροί δαίμονες, οι οποίοι <βγαίνουν> την νύκτα της παραμονής των Χριστουγέννων εκάστου έτους εις τας υπογείους αποθήκας των χωρικών και χορεύουν μεταξύ των. Οι οικείοι φροντίζουν απο πρωίας να έχουν καθαρίση καλώς απο πάσαν ακαθαρσίαν τα υπόγεια, διότι όταν είναι πολύ καθαρά πιστεύεται όι <δέν πολυβγαίνουν>. Καθ' όν δε χρόνον χορεύουν <κατουρούν> και τα εντός των πίθων ή πιθαριών συνήθως αποθηκευόμενα σύκα. Δια τούτο δε όλα αυτά τα δοχεία προηγουμένως <τα χρούνε με τη βορβιθιά ή βουρθιά>, κολλητικόν μείγμα εξ ύδατος και βοείου ακαθαρσίας. Μένουν δε ούτω κεκλεισμένα μέχρι της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ότε καο τα ανοίγουν οι οικείοι λέγοντες : Κύριε των Δυνάμεων μεθ'ημών γενού άλλον γάρ εκτός σου βοηθόν πάρε τ'άλετρό σου κι άντε στο χωριό σου κι άνοιξε τα σύκα σου και δώσε τω bαιδιώ σου. (η αρχαία λέξη βόλβιτον, σημαίνυσα την κόπρον των βοών)
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών