Αράωρα παράωρα παραωρίτες είμεστε παράωρα δαιβαίνομαι παράωρα μην κάθεστε ογλήγορα να πέσητε μαλλιά μη λαναρίζετε ρεβίθια να μημ ζένιτε κουκιά μη μπρογκανίζετε. Σημ. Λέγουν τούτο εις τα παιδιά ίνα κοιμώνται εγκαίρως οσάκις επιμένουν να ακούουν παραμύθια και δεν κοιμούνται. Οι παραουρίτες παριστώνται εις τα παιδια κι είδος καρκαντζέλων (καλλικαντζάρων) Η αρχή της ωδής είναι η εξής. Μια νύφ’ ν’ανάγκαζ’ η πεθερά τα να ξενυχτάη λαναρίζοντας μαλλιά και κάνουντας κι άλλες βαρειές δουλειές. Τότες τα’αδέρφια τς νύφς για να ν’απαλλάξουν απ’αυτό το βάσανο έρχονταν τν νύχτα πολλές βολές και χτυπούσαν κ’έλεγαν τα παραπάνω στίχους μια βραδυά η νύφ’ αγκ’ επίτηδες ν’οξόθρα ανχτή έρθαν οι παραυρίτες ο ένας μ’ένα υννί κι ο άλλος με τα’ασκί είπαν αυτά τα λοία και μπήκαν μέσ’ το σπίτ’ κ’ εχώθκαν ο ένας με το υννί τα πεθεράς κι όλλος με τα’ασκί τα νύφς κ’εχτυπούσαν κ’έλεγαν τους στίχους τες εφοβέρξαν κ’έφχαν. Σαν έφχεν η πεθερά ήχε τα νύφς <δεν ξέρω κ’εγώ πόσες έφαγα με το υννί αλλά και ου καυμέν νύφη με τα’ασκί περισσότερες’’από εμένα, έφαες’’ παντεχαίνοντας της, τα, τα’αστή βαρούσε περισσότερο. Κ έτσι απού ταν τότε η ανάποδη πεθερά δεν εβασάνιζε τα’νύφη τα με τα ολονχτιές.
Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών
Αποθετήριο :
Αρχείο Παροιμιών και Λαϊκών Παραδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών